Mέσα απ’ τη νύχτα μέσα μου προβάλλει η θύμησή σου.
Ποτάμι κλαίει αδιάκοπα στη θάλασσα κυλώντας.
Έρημος, όπως την αυγή οι άδειες αποβάθρες.
Ώρα να φεύγω τώρα, ω, έρημος έτσι που είμαι.
Βροχή στην άδεια μου καρδιά με άνθη κρουσταλλιασμένα.
Ω, εσύ σκουπιδόλακκε, σπήλαιο που τρως ναυάγια!
Ο πόλεμος κι ο χαλασμός εντός σου έχουν ξεσπάσει.
Πουλιά-τραγούδια απ’ το είναι σου απλώνουν τα φτερά τους.
Τα πάντα κατασπάραξες, όπως μας τρώει το χάος.
Όπως η θάλασσα, ο καιρός. Ναυάγια εντός σου όλα!
Ήτανε ώρα άγριας χαράς, φιλιού κι εφόδου ώρα.
Έξαψης ώρα, μια φωτιά, όπως άσβηστος φάρος.
Αντάριασμα δύτη τυφλού, του καπετάνιου αγκούσα,
η παραζάλη του έρωτα, ναυάγια εντός σου όλα!
Μικρό παιδί στην καταχνιά, ψυχή-φτερούγα λαβωμένη.
Ένας αιώνιος ναυαγός, ναυάγια εντός σου όλα!
Του πόνου να είσαι δέσμιος, αιχμάλωτος του πόθου.
Θαμμένος μες στο σπαραγμό, ναυάγια εντός σου όλα!
Κι έσπρωξα για να γκρεμιστεί του σκοταδιού το τείχος,
και τράβηξα πιο μακριά από έργα κι από πόθους.
Ω, σάρκα, σάρκα μου, σ’ αγάπησα και σ’ έχασα, γυναίκα,
σε ώρα δακρύων εσένανε καλώ και τραγουδάω.
Σαν το λαγήνι μέσα σου η απέραντη στοργή μου,
κι η λησμονιά η απέραντη σ’ έσπασε σαν λαγήνι.
Ήτανε μαύρη μοναξιά, κι απ’ των νησιών πιο μαύρη,
κι εκεί, γυναίκα του έρωτα, στην αγκαλιά σου μπήκα.
Εδίψαγα κι επείναγα και ήσουν καρπός για μένα.
Ήμουν η οδύνη μες στα ερείπια κι ήσουν το θαύμα.
Γυναίκα, εσύ, πώς μπόρεσες σφιχτά να με κρατήσεις
μες στο σταυρό των μπράτσων σου, στη χώρα της ψυχής σου!
Για σένα ο πόθος μου ήτανε μικρός μ’ άγριος τρόμος,
το πιο βαρύ μεθύσι μου, η πιο άπληστη λαχτάρα.
Νεκροταφείο φιλιών, στους τάφους φωτιά που σιγοκαίει,
κι ακόμα φλέγονται τσαμπιά που τα πουλιά ραμφίζουν.
Ω, στόμα που το δάγκωνα, ω, φιλημένο σώμα,
ω, πεινασμένα δόντια μας, πώς σμίγουν τα κορμιά μας.
Ω, εσύ τρελό ζευγάρωμα και μάχη ελπιδοφόρα
σφιχτά δεμένοι μέσα της κι ωστόσο απελπισμένοι.
Κι η τρυφεράδα φούσκωνε σαν μαλακό προζύμι.
Κι εκείνη η λέξη που άρχιζε στα χείλια να χαράζει.
Αυτή ήτανε η μοίρα μου κι εκεί με πήγε ο πόθος,
κι εκεί ο γκρεμός του πόθου μου, ναυάγια εντός σου όλα!
Ω, εσύ σκουπιδόλακκε, τα πάντα που κατάπιες,
ποιος πόνος δεν σε τσάκισε, ποιο κύμα δεν σε πνίγει.
Κι από γκρεμό σ’ άλλον γκρεμό φλεγόσουν τραγουδώντας
ορθός σαν ναύτης στέκεσαι στην πλώρη κάποιου πλοίου.
Και στα τραγούδια άνθιζες γινόσουν καταρράχτες.
Ω, εσύ σκουπιδόλακκε, στέρνα πικρή πώς χάσκεις.
Δύτης τυφλός χλωμός, σφεντονιστής που ξαστοχάει,
ένας αιώνιος ναυαγός, ναυάγια εντός σου όλα!
Ήρθε η ώρα η στερνή, σκληρή και μαύρη ώρα,
εκεί που νύχτα είναι παντού όλες τις μαύρες ώρες.
Και τις ακτές ο ωκεανός μουγκρίζοντας τις πνίγει.
Άστρα από πάγο βγαίνουνε, μαύρα πουλιά μισεύουν.
Έρημος όπως την αυγή οι άδειες αποβάθρες.
Μόνο σκιές στα χέρια μου γλιστράνε, σπαρταράνε.
Ω, πέρα απ’ τα σύνορα, ω, πέρα από τα πάντα.
Ήρθε η ώρα η στερνή. Ω, πόσο απαρνημένος!
P. Neruda