...Απόψε πρόβαλε γυμνή, σαν τέρας, η Σελήνη
κι άβυσσος πόθου τη δονεί:
την είδαν όλοι, από νωρίς, τις πόρπες της να λύνει,
σα να διψούσεν ηδονή...
Τι να 'δε ξάφνου, εδώ, στη γη –και τόσο το λυμπίστη
που έχουν με πάθος κρεμαστεί,
σαν να ’θελαν να λυτρωθούν, απ’ τη παλιά την πίστη
κι οι δυο της οι νεκροί μαστοί;…
Παρθένα στείρα και βουβή –κι όμοια με σαλαμάντρα,
στα βαθιά βράδυα τ’ αττικά.
πώς έτσι, απόψε, φρένιασε να σμίξει τρελά μ’ άντρα
και φλογερά, κι εκστατικά;…
...Τι κι αν η νύχτα γέρνει αργά, μες στα πυκνά τα ερέβη
κι αλλόκοτα μεθούν οι ανθοί;
Στη δύση, εκείνη, μοναχή, που κείτεται και ρεύει,
ζητεί του κάκου να ευφρανθεί...
Ν. Λαπαθιώτης