Στην χρυσή άβυσσο, κόκκινη, παγωμένη, χρυσή,
άβυσσο, στην άβυσσο όπου βρίσκει κατάλυμα ο πόνος,
οι στρόβιλοι κυλώντας παρασύρουν
τους ζωμούς του αίματός μου στις λάσπες,
στις φιδωτές φλόγες του κορμού μου.
Η γυαλιστερή λύπη καταποντίζεται στις
τρυφερές χαραμάδες της καρδιάς.
Υπάρχουν ατυχήματα σκοτεινά και περίπλοκα,
αδύνατο να ειπωθούν.
Κι όμως υπάρχει το πνεύμα της τάξης, το κανονικό πνεύμα,
το πνεύμα κοινό σε όλες τις απελπισίες, που κάνει ερωτήσεις.
Ω εσύ που σέρνεσαι στη ζωή, ανάμεσα στους ανθισμένους
και αγκαθωτούς θάμνους της ζωής, ανάμεσα στα νεκρά φύλλα,
τα ανάγλυφα εδάφη των θριάμβων,
τις κραυγές χωρίς βοήθεια, τα χρυσοκίτρινα σκουπίσματα,
την ξερή σκόνη των ελπίδων, τη μαυρισμένη θράκα δόξας,
και τα χτυπήματα των εξεγέρσεων, εσύ,
που δεν θα ήθελες πια στο εξής να καταλήξεις πουθενά.
Εσύ, αστείρευτη πηγή αίματος.
Σφοδρή συμφορά από σπίθες που κανένας πίδακας πηγής,
κανένας δροσιστικός παγετώνας δεν θα αποπειραθεί ποτέ
να σβήσει με τον χυμό του.
Εσύ, φως. Εσύ, κύρτωση της θαμμένης αγάπης που καταπνίγεται.
Εσύ, στολίδι των ουρανών καρφωμένων στα δοκάρια του άπειρου.
Ταβάνι αντιφατικών ιδεών.
Ιλιγγιώδες βάρος εχθρικών δυνάμεων.
Δρόμοι μπλεγμένοι στην κλαγγή των μαλλιών.
Εσύ, χάιδεμα και μίσος - πελεκημένε ορίζοντα,
καθαρή γραμμή αδιαφορίας και λήθης.
Εσύ, σήμερα το πρωί, ολότελα μονάχο μέσα στην ευταξία,
την ηρεμία και την επανάσταση του σύμπαντος.
Εσύ, διαμαντένιο καρφί.
Εσύ, καθαρότητα, εκθαμβωτική στροφή της πλημμυρίδας
και της άμπωτης της σκέψης μου στις γραμμές του κόσμου.
P. Reverdy