τη φλόγα που σκορπάν τα δάχτυλά μου,
σα γυναίκα το πάθος, την προσμένει.
Αποπάνω μου, γύρω μου και χάμου,
παντού είν’ η πλάση ανάβρυσμα ομορφιάς,
αγάπης νερομάνα είν’ η καρδιά μου.
Πάω με το συγνεφάκι της βραδιάς,
πάω με της πεταλούδας τα φτερά,
ψυχή της ορθρινής ανθοευωδιάς,
ντροπή της κόρης, του παιδιού χαρά…
Πώς αλλάζουν και εικόνα και αρμονία;
Ένας Αλκίδης μέσα μου βροντά:
—Ξύπνα, κι εμπρός! οι στάβλοι νά του Αυγεία!
Κ. Παλαμάς