Αν με ρωτάτε πού έχω βρεθεί
πρέπει να πω "Συμβαίνει".
Πρέπει να μιλήσω για το χώμα που το σκιάζουν οι πέτρες,
για το ποτάμι που κυλώντας γκρεμίζει τον εαυτό του:
δεν ξέρω παρά τα πράγματα που χάνουν τα πουλιά,
τη θάλασσα την αφημένη πίσω, ή την αδερφή μου χύνοντας δάκρυα.
Γιατί τόσοι τόποι, γιατί η μια μέρα
κοντά πάει με την άλλη; Γιατί μια μαύρη νύχτα
μαζεύεται στο στόμα; Γιατί νεκροί;
Αν με ρωτάτε από πού έρχομαι, πρέπει να μιλήσω με πράγματα σπασμένα,
με σκεύη υπερβολικά πικρά,
με μεγάλα θηρία συχνά που έχουν σαπίσει
και με την ταραγμένη μου καρδιά.
Δεν είναι αναμνήσεις αυτοί που συναντήσαμε
ούτε το κίτρινο περιστέρι που κοιμάται μες στη λήθη,
αλλά πρόσωπα με δάκρυα,
δάχτυλα στον λαιμό,
και αυτό που καταρρέει από τα φύλλα:
το σκοτάδι μίας μέρας περασμένης,
μίας μέρας θρεμμένης με το δικό μας λυπημένο αίμα.
Εδώ είναι βιολέτες, χελιδόνια,
όλα που μας αρέσουν κι εμφανίζονται
στις τρυφερές κάρτες της μακριάς ουράς εκείνων
όπου περπατούνε ο καιρός και η γλύκα.
Όμως μην εισχωρούμε παραπάνω εκεί με αυτά τα δόντια,
ας μη δαγκώνουμε τις φλούδες που στοιβάζει η σιωπή,
γιατί δεν ξέρω τι να απαντήσω:
υπάρχουν τόσοι νεκροί,
και τόσα θαλάσσια τείχη που κόκκινος ο ήλιος τα έσπαζε
και τόσα κεφάλια που στα πλοία κοπανάνε,
και τόσα χέρια που έχουν κλείσει μέσα τους φιλιά,
και τόσα πράγματα που θέλω να ξεχάσω.
P. Neruda