Καταμεσής ανέμου η τρεχαντήρα,
με τα πανιά της τόξα τεντωμένα,
του δοιακιού τη στερνήν επήρε γύρα
στα γαλανά βουνά τα γυμνωμένα...
Κι ο αιθεροδρόμος βόγκος που επλημμύρα
στα ξάρτια, στα πρυμνήσια, στην αντένα
― δελφίνια παρατρέχανε ολοένα―
την έκρουε μες στο κύμα, ολόρτη λύρα!
Δίκοπη σπάθα, ξέσκιζε η καρίνα...
κι ο αφρός στην πρύμνα, χώριος σε δυο κρίνα,
των σταλιών ανατίναζε το σείστρο...
Σαν, μ’ ένα «λάσκα!» ― ο ήλιος μεσουράνει―
στων Σαλώνων εμπήκε το λιμάνι
με τον καταμεσήμερο μαΐστρο!
Α. Σικελιανός
με τα πανιά της τόξα τεντωμένα,
του δοιακιού τη στερνήν επήρε γύρα
στα γαλανά βουνά τα γυμνωμένα...
Κι ο αιθεροδρόμος βόγκος που επλημμύρα
στα ξάρτια, στα πρυμνήσια, στην αντένα
― δελφίνια παρατρέχανε ολοένα―
την έκρουε μες στο κύμα, ολόρτη λύρα!
Δίκοπη σπάθα, ξέσκιζε η καρίνα...
κι ο αφρός στην πρύμνα, χώριος σε δυο κρίνα,
των σταλιών ανατίναζε το σείστρο...
Σαν, μ’ ένα «λάσκα!» ― ο ήλιος μεσουράνει―
στων Σαλώνων εμπήκε το λιμάνι
με τον καταμεσήμερο μαΐστρο!
Α. Σικελιανός