Έλαμπε αχνά το φεγγαράκι, ειρήνη
όλη, όλη τη φύση ακινητούσε,
και μέσα από την έρημη την κλίνη
τ' αηδόνι τα παράπονα αρχινούσε.
Τριγύρω γύρω η νυχτική γαλήνη
τη γλυκύτατη κλάψα ηχολογούσε.
Αναπάντεχα, βαθύς ύπνος με πιάνει
κι ομπροστά μου ένας γέροντας μου εφάνη.
Στο ακρογιάλι αναπαύονταν ο γέρος.
Στα παλαιά τα ρούχα τα σχισμένα,
γλυκά γλυκά το φύσημα του αέρος
τ' αριά μαλλιά του εσκόρπαε τ' ασπρισμένα,
κι αυτός εις το πολύαστρον του αιθέρος
τα μάτια εστριφογύριζε σβησμένα.
Αγάλι αγάλι ασηκώθη από χάμου,
κι ωσάν να 'χε το φως του, ήλθε κοντά μου.
Δ. Σολωμός
όλη, όλη τη φύση ακινητούσε,
και μέσα από την έρημη την κλίνη
τ' αηδόνι τα παράπονα αρχινούσε.
Τριγύρω γύρω η νυχτική γαλήνη
τη γλυκύτατη κλάψα ηχολογούσε.
Αναπάντεχα, βαθύς ύπνος με πιάνει
κι ομπροστά μου ένας γέροντας μου εφάνη.
Στο ακρογιάλι αναπαύονταν ο γέρος.
Στα παλαιά τα ρούχα τα σχισμένα,
γλυκά γλυκά το φύσημα του αέρος
τ' αριά μαλλιά του εσκόρπαε τ' ασπρισμένα,
κι αυτός εις το πολύαστρον του αιθέρος
τα μάτια εστριφογύριζε σβησμένα.
Αγάλι αγάλι ασηκώθη από χάμου,
κι ωσάν να 'χε το φως του, ήλθε κοντά μου.
Δ. Σολωμός