Στον Γιώργο Σταινχάουερ
Με ρύγχος δελφινιού συντεθριμμένο,
μ' εννιά σαγίτες στο δεξί της μάτι
και μ' αδρανή πηδάλια και κουπιά
προώρισται η τριήρης «Περιστέρα»
να μελανιάσει στην κουκέτα.
Ιδέστε
πως τηνε σέρνουν με σκοινιά· ο νεώσοικος
της παραγγέλλει να προσέχει τα τοιχώματα
που 'ναι στενά και δεν χωρεί άλλος πόνος.
Εκείνη «ναί» με τον αυχένα· εξάλλου
παρηγοριέται πλάι στην «Πελαγία»
πρωτοξαδέλφη της, κι αυτή φαρμακωμένη.
Τουλάχιστο θα σπάζουνε καρύδια
μαζί συρρικνωμένες μες στο ναύσταθμο
της Μουνιχίας η του Κανθάρου, αδιάφορο.
Ικμάδα δεν τους έμεινε ζωής,
τα καραβόπανά τους ξεγραμμένα
και το χειρότερο, που χέρια-πόδια
οι μπόμπιρες της πολυκατοικίας
τα σούρνουν, τα λουριάζουν στο υπόγειο.
Κατέβα, ξένε, αν θέλεις εξ ιδίας
να μάθεις πείρας πως ανασαλεύουν
τα τελευταία ίχνη της θαλάσσης.
Εκεί θ' ακούσεις τη φωνή της «Περιστέρας»
όταν μια μέρα –δεν είναι καιρός-
άνοιξε τα φτερά για Σικελία
ποθούσα δότειρα να καταστεί
της υποβρύχιας αρχαιολογίας.
Κ. Χαραλαμπίδης