Όταν κι οι πέντε υπαίθριες αισθήσεις µου θα βλέπουν,
πώς χλοερά φυλλοµετρούν τα δάχτυλα θα λησµονήσουν
και θα κοιτάζουν, µε µάτια φυλλωσιά µισό φεγγάρι
κέλυφος νέων αστεριών, µια χούφτα αστέρια,
πώς περιστέλλει ο έρωτας στην παγωνιά βλαστούς
και πώς ξεχειµωνιάζει.
Ψίθυροι αυτιά θα βλέπουν να σαλπίζει
ο θρίαµβος του έρωτα µελτέµια και κοχύλια
σε παράφωνο γιαλό· δαρµένη ωσότου
συλλαβή, µια γλώσσα λίγκας θα ουρλιάζει
πως οι γλυκές πληγές γιατρεύονται µε πίκρα.
Τα ρουθούνια µου θα βλέπουν
την ανάσα της να καίγεται σαν βάτος.
Η µια µεγάλη µου καρδιά έχει συµπαραστάτες
σ’ όλες τις χώρες του έρωτα· ερευνούν, επαγρυπνούν·
κι όταν τυφλός ο ύπνος πέφτει πάνω
στις κατάσκοπες αισθήσεις, µένει
να αισθάνεται η καρδιά, κι αν έστω οι πέντε
αισθήσεις κοιµηθούν.
D. Thomas