Σε ρεμβασμούς νάχει πικρούς τη σκέψη του αφισμένη
νάχει οπλισμένη την ψυχή τάχα μ᾿ απαντοχή
το κάθε του είδωλο μ᾿ ανθούς δροσάτους να το ραίνει,
και να το χάνει στο βοριά στο χιόνι, στη βροχή.
Και να περνά... κι ο θάνατος στο πλάι του να διαβαίνει·
να βλέπει και να μελετά μ᾿ έναν καϋμό βαθύ
πως θα τον λησμονήσουνε κι οι πιο του αγαπημένοι
κι όσοι δε θα τον έχουνε ως τα τότε απαρνηθεί...
Τα δάκρυά τους θα τα φωτά η παρηγοριά στο στόμα
το πικραμένο τους φαιδρό το γέλιο θα ξυπνά
το θούριο χαρμόσυνα θα κρούει κι η ελευθερία.
Μία τυραννία κι ο έρωτας κι όσο πιστός πιο ακόμα,
καινούργια θέλει τη ζωή κάθε καρδιά ξανά
μακριά ῾πο κείνους πώκρυψεν η μαύρη γης η κρύα.
Μ. Μαλακάσης
νάχει οπλισμένη την ψυχή τάχα μ᾿ απαντοχή
το κάθε του είδωλο μ᾿ ανθούς δροσάτους να το ραίνει,
και να το χάνει στο βοριά στο χιόνι, στη βροχή.
Και να περνά... κι ο θάνατος στο πλάι του να διαβαίνει·
να βλέπει και να μελετά μ᾿ έναν καϋμό βαθύ
πως θα τον λησμονήσουνε κι οι πιο του αγαπημένοι
κι όσοι δε θα τον έχουνε ως τα τότε απαρνηθεί...
Τα δάκρυά τους θα τα φωτά η παρηγοριά στο στόμα
το πικραμένο τους φαιδρό το γέλιο θα ξυπνά
το θούριο χαρμόσυνα θα κρούει κι η ελευθερία.
Μία τυραννία κι ο έρωτας κι όσο πιστός πιο ακόμα,
καινούργια θέλει τη ζωή κάθε καρδιά ξανά
μακριά ῾πο κείνους πώκρυψεν η μαύρη γης η κρύα.
Μ. Μαλακάσης