Δευτέρα 10 Ιουνίου 2024

Το κοράκι (απόσπασμα)

Παραξενεύτηκα πολύ, που ένα πλάσµα φτερωτό µε άκουσε, 
κατάλαβε τα λόγια µου, όσο λιγοστή όσο
παράταιρη, 
άσχετη κι αν ήρθ’ η απάντησή του. 
Γιατί -πώς να το κάνουµε- ποιος ζωντανός
αξιώθηκε µια νύχτα να βρεθεί µόνος στην κάµαρά του 
µ’ ένα πουλί ολοζώντανο πάνω στο άψυχο
γλυπτό της πόρτας του, 
και να το λένε “Ποτέ πια”»; 
Μα το Κοράκι ασάλευτο πάνω στην προτοµή
έδειχνε να ’χει κατά νου µάλλον την µοναξιά του. 
∆υο λέξεις µόνο είχε πει, σαν να µην είχε άλλη ψυχή ή να µην ήταν ικανή παρά µονάχα 
αυτές τις δυο τις λέξεις να βραχνιάσει. 
Σιωπή, λοιπόν, άκρα φτερού κι εγώ σώπασα µάλλον παρά ψιθύρισα: 
«Πολλοί πέρασαν φίλοι απ’ την ζωή µου. 
Πέρασαν, χάθηκαν. Κι αυτό έτσι θα φύγει το πρωί. 
Θα φύγει όπως έφυγαν οι ελπίδες µου· 
σαν τα πουλιά!» Κι αυτό ξανάπε: «Ποτέ πια»

E. Allan Poe