Παραξενεύτηκα πολύ, που ένα πλάσµα φτερωτό µε άκουσε,
κατάλαβε τα λόγια µου, όσο λιγοστή όσο
παράταιρη,
άσχετη κι αν ήρθ’ η απάντησή του.
Γιατί -πώς να το κάνουµε- ποιος ζωντανός
αξιώθηκε µια νύχτα να βρεθεί µόνος στην κάµαρά του
µ’ ένα πουλί ολοζώντανο πάνω στο άψυχο
γλυπτό της πόρτας του,
και να το λένε “Ποτέ πια”»;
Μα το Κοράκι ασάλευτο πάνω στην προτοµή
έδειχνε να ’χει κατά νου µάλλον την µοναξιά του.
∆υο λέξεις µόνο είχε πει, σαν να µην είχε άλλη ψυχή ή να µην ήταν ικανή παρά µονάχα
αυτές τις δυο τις λέξεις να βραχνιάσει.
Σιωπή, λοιπόν, άκρα φτερού κι εγώ σώπασα µάλλον παρά ψιθύρισα:
«Πολλοί πέρασαν φίλοι απ’ την ζωή µου.
Πέρασαν, χάθηκαν. Κι αυτό έτσι θα φύγει το πρωί.
Θα φύγει όπως έφυγαν οι ελπίδες µου·
σαν τα πουλιά!» Κι αυτό ξανάπε: «Ποτέ πια»
E. Allan Poe