Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

Το Τίποτε (Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, απόσπασμα)

Μεγαλόπρεπα περάσματα
των θεών που δεν πιστεύω,
από σας πιο μεγαλόπρεπος,
γαληνά σας αγναντεύω.

Απ' τα δάση όταν ανάμεσα
κι απ' τολόπυκνο λογγάρι
με περνάη σε ράχη ασέλλωτη
γοργή μούλα καβαλλάρη,

οι φτελιές και ταγριοπρίναρα
και τα πεύκα και τα ελάτια
κι όλα τα δεντρά ζερβόδεξα
πηλαλάν κι αυτά σαν άτια,

κι αυτά φεύγουν σαν πετούμενα,
κι αυτά κάνουνε σαν κάποια
ξένα αγρίμια ανεμοπόδαρα
ταραμένα από δρολάπια.

Όσο θέλετε φαντάζετε
και πλανεύετε τα μάτια·
μήτε αγρίμια ανεμοπόδαρα,
μήτε πετεινά, μήτε άτια!

Είμ' εγώ που τρέχω κι όχι εσείς,
τα ριζόδετα εσείς είστε,
φτάνει ο καβαλλάρης να σταθή
για να σταματήστε!

Μεγαλόπρεπα τρεχάματα
των θεών των αθανάτων,
όπου και όπως κι αν υπάρχετε,
ω εσείς, ίσκιοι φαντασμάτων,

ω της πλάνης γιγαντέματα,
θεοί εσείς, αλλοίμονό σας!
Απ' την ώρα που άλλος ο άνθρωπος
ξεκαβαλλικέψη εμπρός σας,

και σταθή και δη πως στέκεστε
σαν το δρυ και σαν τη φτέρη
και σταθή και δη πως κρέμεστε
από το δικό του χέρι,

και γρικώντας πως του κρύβετε
την αέρινη την όψη
κάποιων ουρανών ολόβαθων,
πάρη και σας κόψη,

και τον ήλιο πως του κρύβετε
βλέποντας, και για νανάψη
μια φωτιά για φως, για ζέσταμα,
πάρη και σας κάψη!

Τέλους κανενός, καμιάς αρχής
τη δική μου γνώμη φράχτης
δεν ορίζει· είμαι του Τίποτε
πανελεύτερος ο κράχτης.

Είμ' εγώ που σβύνω το Γιατί
κι είμ' ο απαρνητής του Κάτι.
− Αεροπέρνα ακαβαλλίκευτο
της ερμιάς αδάμαστο άτι!

Της βλαστήμιας ταστραπόβροντο
απ' τα μάτια μου ποτέ
κι' απ' τα χείλια μου δεν ξέσπασε
προς εσένα, όποιε, θεέ!

Ούτε μιάς στιγμής δε γνώρισα
για σε πόθο, φόβο, οργή·
ποιος χτυπάει το δε στοχάζεται
και ποιος τρέμει το δε ζη;

Τόσο να καρφώσω προς εσέ
δύναμαι το στοχασμό,
όσο δύναμαι τη θάλασσα
πεζοδρόμος να διαβώ.

Μήτε πρόσπεσα στον ίσκιο σου,
και για να σού δεηθώ
γω δε δέθηκα τρεμάμενος
με κανέναν ουρανό.

Και στη γλώσσα που τη μίλησα
και − που; πότε; πως; − την πήρα
και τη φύλαξα σα λείψανο
ξεσκισμένο από πορφύρα,

και στη γλώσσα που ξανάϋφανα
μ' όλα που έχω θησαυρίσει
τα χρυσόλογα χιλιόλογα
απ' Ανατολή και Δύση,

μια πλανεύτρα λέξη αγρίκητη
μια είναι μόνο· η προσευχή!
Ω ναοί, προφήτες, ναοί!

Από σας μακριά όπου πάτησα,
με το πάτημά μου εφάνη
το γραμμένο μαγιοβότανο,
το μελλόμενο βοτάνι·

με το πάτημά μου βλάστησε
το βοτάνι που λυτρώνει,
και με τη ζωή μου ολάνθησε,
και στην έρημο φυτρώνει,

το βοτάνι της ανάστασης!
Πότε θάρθη η ώρα, η ώρα
ναπλωθή μεσ' απ' την έρημο
στην πολύκοσμη τη χώρα!

Ν' ανακράξη ο κόσμος κόβοντας
τάνθια σου τα νικηφόρα
κι ανασαίνοντας τα μύρα τους, −
πότε θάρθη η ώρα, η ώρα!

Ω το υπέρτατο τανάσασμα,
ω το ανάκρασμα της νίκης
ύστερ' από κάτεργα σκλαβιάς
κι από χρόνια καταδίκης!

Στην ημέρα όταν ο άνθρωπος
νέα παρθένα ροδοκάλλια
ξαναφέρη από την άβυσσο
σαν πρωτόβγαλτα κοράλλια·

όταν ο ουρανός από βραχνάς
της ψυχής και από φοβέρα
άπειρο αδειανό και αδιάφορο
ξαναγίνη πέρα ως πέρα!

Όμως ο άνθρωπος αν γράφτηκε
για πολύ να σε προσμένη,
ω βοτάνι εσύ ανιστόριστο,
κι' εμπρός πάντα να πηγαίνη

σπαταλώντας το λιβάνι του
στα φαντάσματα των όλων
και τη δύναμή του λάτρισσα
στα ποδάρια των ειδώλων,

κι αν προφήτες θέλη και καλά,
θεών τρανούς διαλαλητάδες,
κι αν τεχνίτες θέλη και καλά,
κάθε ειδώλου δουλευτάδες,

είμ' εγώ ο προφήτης, είμ' εγώ,
κι ήρθα για να διαλαλήσω
βασιλιά θεό το Τίποτε
στον αιώνα εμπρός και πίσω.

Χωρίς έχτρα, χωρίς έρωτα
ο τεχνίτης ήρθα εδώ
για των ψευτονείρων σου, άνθρωπε,
το ναό να πλάσω εγώ

τέρας άγαλμα το Τίποτε
μ' όλες τις θρησκείες της πλάσης,
τέρας για να φοβηθής
και μαζί για να γελάσης!

Κ. Παλαμάς