Ήταν κάποτε το χρώμα της λαλιάς·
έβαψε το τραπέζι μου, μιαν άσχημη βουνοπλαγιά,
μια γουλιά στραβό χωράφι, το φλιτζάνι ενός σχολείου
κι ένα ασπρόμαυρο τραπεζομάντιλο κορίτσια
που έπαιζαν μεγαλώνω·
τώρα πρέπει να ξεχάσω τις αβρές
νεροτσουλήθρες της λαλιάς,
γιατί όσοι εξαίσια πνίγηκαν,
σηκώθηκαν και κράζουν και σκοτώνουν.
Σκασιαρχείο σφύριζα με τ’ άλλα αγόρια,
στο πάρκο της δεξαμενής:
νύχτα· πετροβολούσαμε τρελούς, ξεπαγιασμένους εραστές,
στις σκονισμένες φυλλωσιές των κρεβατιών τους
κι ο ίσκιος των δέντρων τους ένας μεγάλος κόσμος ίσκιων,
ένα λυχνάρι αστραπή για το φτωχό, μέσ’ στο σκοτάδι·
τώρα η λαλιά μου λήθη μου θα γίνει:
όπου πέτρα, μιαν ανέμη θα γυρνώ.
D. Thomas
έβαψε το τραπέζι μου, μιαν άσχημη βουνοπλαγιά,
μια γουλιά στραβό χωράφι, το φλιτζάνι ενός σχολείου
κι ένα ασπρόμαυρο τραπεζομάντιλο κορίτσια
που έπαιζαν μεγαλώνω·
τώρα πρέπει να ξεχάσω τις αβρές
νεροτσουλήθρες της λαλιάς,
γιατί όσοι εξαίσια πνίγηκαν,
σηκώθηκαν και κράζουν και σκοτώνουν.
Σκασιαρχείο σφύριζα με τ’ άλλα αγόρια,
στο πάρκο της δεξαμενής:
νύχτα· πετροβολούσαμε τρελούς, ξεπαγιασμένους εραστές,
στις σκονισμένες φυλλωσιές των κρεβατιών τους
κι ο ίσκιος των δέντρων τους ένας μεγάλος κόσμος ίσκιων,
ένα λυχνάρι αστραπή για το φτωχό, μέσ’ στο σκοτάδι·
τώρα η λαλιά μου λήθη μου θα γίνει:
όπου πέτρα, μιαν ανέμη θα γυρνώ.
D. Thomas