Πέμπτη 16 Μαΐου 2019

Ο αμολόητος

Έναν καιρόν και μιαν φοράν του σώματος τα μέλη
έτσι σγοιαν είχαν ούλλα τους αγάπην δκιαν το μέλιν
εκάμαν επανάστασην κι εθέλαν πάνω-κάτω
να ρίψουσιν την κεφαλήν που το καπιτανάτον.
Πκιάνουν τον δρόμον λάμνουσιν κατταρκαστοί λουρκάζουν,
παν κόττα βία στους Θεούς κι αρκέψαν να φωνάζουν.
Θωρείς και κει π' ακούετουν ούλλους οι μαλλωμοί τους
σηκώνεται ο αμολότος κι αννοίει και λαλεί τους:
«Είντα νεκατωθήκετε, ούλα τους καραόλους;
ό,τι κι είμαι 'γιω είμαι. Εγιώ σας ρίζω όλους.
Όταν κοιμάστε ούλλοι σας και σεις κι ο καπιτάνιος
εγιώ ξυπνώ και στέκουμαι και βλέπω σα βαρκιάνος.
Βαρκιάνος τούρος, άφοος, γρυ να μου πει ποιος μπόρει
να κάμω χίσαν μιαν τρυπώ θωρακωρόν παμπόριν.
Χωρίς εμέναν την ζωήν πού έθεν να την βρήτε;
Εγιώ ξέρω 'ντα τράβησα για να 'στε σεις να ζήτε.
Εξύπνουν κι εσηκώνουμουν σαν λιόντας θυμωμένος
κι εγύριζα ξηκούτρουλλος δισακκοφορτωμένος.
και εν ετταναΐτιζα με κρίσην με βασίλειον
παρά 'μπηα τα μούτρα μου κι έφτυννα μες στον σπήλιον,
σπήλιον πού 'τουν το στόμαν μου π' αππέξω κρεμμασμένον.
Πάψετε τα μαλλώματα και νά 'στε αγαπημένοι
γιατ' είστε 'πο 'ναν φτύμμαν μου ούλλοι σας καμωμένοι».
Τότε λαλεί κι η κεφαλή με θάρρος και θυμόν πολλύν.
«Μουλλώστε σεις πουκατινά και εν σας ππέφτουν λόγια
κι εγιώ είμαι ο αρχηγός που κάθομαι στ' ανώγεια».
και ο πυρκόλος άξυππα πετάκτηκεν στην μέσην,
κι ως δυστυχής εγύρευκεν κι εκείνος καμιάν θέσιν.
Εστέκουνταν παππεξωδκιόν καμπόσοι μαζεμένοι
και οι Θεοί εκάθουνταν πολλά συλλοϊσμένοι.
Βάλλουν τον αμολόητον ομπρός παϊρακτάρην
και πουρουκήν τον γείτον του να παίζει να τους πάρει.

Β. Μιχαηλίδης