Τ’ αυτιά στους πυργίσκους ακούν,
τα χέρια στην πόρτα θρηνούν,
τα μάτια στ’ αετώματα κοιτούν,
τα δάχτυλα στις κλειδαριές.
Ν’ ανοίξω ή να μείνω
εδώ ως τη μέρα που θα σβήσω,
άγνωστος σ’ άγνωστα μάτια,
μεσ’ σ’ αυτό το άσπρο σπίτι;
Χέρια, κρατάτε δηλητήριο ή σταφύλια;
Μακριά απ’ ετούτο το νησί που περιζώνει
λεπτή μια σάρκα θάλασσα
και κόκαλο ακτή,
απλώνεται η γη ερημική
κι οι λόφοι αδιανόητοι.
Ούτε πουλί, ούτε καπόνι
ταράζει η γαλήνη του νησιού.
Τ’ αυτιά σ’ ετούτο το νησί ακούν· περνάει
ο άνεμος φωτιά,
τα μάτια βλέπουν στου νησιού
τον κόλπο αγκυροβολημένα
καράβια. Να τρέξω στα καράβια,
με τον άνεμο να παίρνει τα μαλλιά μου,
ή να μείνω εδώ ως τη μέρα που θα σβήσω,
χωρίς ούτ’ ένα ναυτικό να χαιρετήσω;
Καράβια, δηλητήριο ή σταφύλια κουβαλάτε;
Τα χέρια στην πόρτα θρηνούν,
στον κόλπο αγκυροβολούν
καράβια, δέρνει η βροχή την άμμο και τις στέγες.
Τον ξένο αυτόν να τον δεχτώ,
να τον καλωσορίσω;
Ή να μείνω εδώ ως τη μέρα που θα σβήσω;
Χέρια του ξένου, αμπάρια καραβιών,
Φυλάτε δηλητήριο ή σταφύλια;
D. Thomas,
τα χέρια στην πόρτα θρηνούν,
τα μάτια στ’ αετώματα κοιτούν,
τα δάχτυλα στις κλειδαριές.
Ν’ ανοίξω ή να μείνω
εδώ ως τη μέρα που θα σβήσω,
άγνωστος σ’ άγνωστα μάτια,
μεσ’ σ’ αυτό το άσπρο σπίτι;
Χέρια, κρατάτε δηλητήριο ή σταφύλια;
Μακριά απ’ ετούτο το νησί που περιζώνει
λεπτή μια σάρκα θάλασσα
και κόκαλο ακτή,
απλώνεται η γη ερημική
κι οι λόφοι αδιανόητοι.
Ούτε πουλί, ούτε καπόνι
ταράζει η γαλήνη του νησιού.
Τ’ αυτιά σ’ ετούτο το νησί ακούν· περνάει
ο άνεμος φωτιά,
τα μάτια βλέπουν στου νησιού
τον κόλπο αγκυροβολημένα
καράβια. Να τρέξω στα καράβια,
με τον άνεμο να παίρνει τα μαλλιά μου,
ή να μείνω εδώ ως τη μέρα που θα σβήσω,
χωρίς ούτ’ ένα ναυτικό να χαιρετήσω;
Καράβια, δηλητήριο ή σταφύλια κουβαλάτε;
Τα χέρια στην πόρτα θρηνούν,
στον κόλπο αγκυροβολούν
καράβια, δέρνει η βροχή την άμμο και τις στέγες.
Τον ξένο αυτόν να τον δεχτώ,
να τον καλωσορίσω;
Ή να μείνω εδώ ως τη μέρα που θα σβήσω;
Χέρια του ξένου, αμπάρια καραβιών,
Φυλάτε δηλητήριο ή σταφύλια;
D. Thomas,