Ναι, μ’ όλο το κρύο, βολεύεται κανείς.
Μα τώρα τελευταία ήρθαν μεγάλες εταιρείες και βάλαν συρματό-
πλεγμα γύρω στο ποτάμι…
Το φως άρχισε κ’ έμπαινε θαμπό
γεμάτο θάλασσα
κι απ’ το πολύ πές-πές τα λόγια μας φουσκώσανε μ’ όλους τους ανέμους
και γίνανε μπαλόνια παιδικά
ώσπου σπάσαν μόλις τ’ άγγιξε ένα νύχι πιό σκληρό.
Όλα αυτα για τότε που με το καλό θα ξανανοίξουν οι συγκοινωνίες
και το ποτάμι θα μπορέσει να κυλήσει δίχως συρματοπλέγματα
που θα κλείνουν γύρω γύρω
και το σκοτάδι στάζει μες στη φυλακή μας
αργά, πολύ αργά
όσο δύσκολα ξεχνιέται το χρυσαφί τετράγωνο στις πλάκες
χαρακωμένο με τα πέντε σφιχτοδεμένα κάγκελα.
Προς το παρόν σβήνουμε τις λάμπες και περπατάμε πέρα-δώθε
γρατσουνώντας με τα νύχια των ποδιών μας το σκοτάδι
δυόμισι βήματα πέρα- ως το παράθυρο
ενάμιση βήμα πιό δώθες- ως τον άρρωστο συγκρατούμενο
ολονυχτίς στον κύκλο- γύρω στο θάνατο.
… και τ’ απόγευμα φρεσκάριζε ο καιρός και τραβούσε τα κορίτσια
απ’ τις πλεξούδες
κι από το πρόσωπό τους, ναι, έλειπε κάτι
λείπαν τα δυόμισι λεφτά που το χαρακώνουν
με το καφασωτό στο επισκεπτήριο.
… γιατί να απορείς που βιαζόμαστε και δεν προσέχουμε πια πώς μιλάμε
μέσα σε αυτό το κελί που χωράει δυόμισι μέρες μονάχα
κι αύριο δε θα φτάνει να τεντώσεις τα πόδια
να κοιμηθείς έστω μια νύχτα πριν την αξέγραφτη αυγή.
Α. Αλεξάνδρου
Μα τώρα τελευταία ήρθαν μεγάλες εταιρείες και βάλαν συρματό-
πλεγμα γύρω στο ποτάμι…
Το φως άρχισε κ’ έμπαινε θαμπό
γεμάτο θάλασσα
κι απ’ το πολύ πές-πές τα λόγια μας φουσκώσανε μ’ όλους τους ανέμους
και γίνανε μπαλόνια παιδικά
ώσπου σπάσαν μόλις τ’ άγγιξε ένα νύχι πιό σκληρό.
Όλα αυτα για τότε που με το καλό θα ξανανοίξουν οι συγκοινωνίες
και το ποτάμι θα μπορέσει να κυλήσει δίχως συρματοπλέγματα
που θα κλείνουν γύρω γύρω
και το σκοτάδι στάζει μες στη φυλακή μας
αργά, πολύ αργά
όσο δύσκολα ξεχνιέται το χρυσαφί τετράγωνο στις πλάκες
χαρακωμένο με τα πέντε σφιχτοδεμένα κάγκελα.
Προς το παρόν σβήνουμε τις λάμπες και περπατάμε πέρα-δώθε
γρατσουνώντας με τα νύχια των ποδιών μας το σκοτάδι
δυόμισι βήματα πέρα- ως το παράθυρο
ενάμιση βήμα πιό δώθες- ως τον άρρωστο συγκρατούμενο
ολονυχτίς στον κύκλο- γύρω στο θάνατο.
… και τ’ απόγευμα φρεσκάριζε ο καιρός και τραβούσε τα κορίτσια
απ’ τις πλεξούδες
κι από το πρόσωπό τους, ναι, έλειπε κάτι
λείπαν τα δυόμισι λεφτά που το χαρακώνουν
με το καφασωτό στο επισκεπτήριο.
… γιατί να απορείς που βιαζόμαστε και δεν προσέχουμε πια πώς μιλάμε
μέσα σε αυτό το κελί που χωράει δυόμισι μέρες μονάχα
κι αύριο δε θα φτάνει να τεντώσεις τα πόδια
να κοιμηθείς έστω μια νύχτα πριν την αξέγραφτη αυγή.
Α. Αλεξάνδρου