Μα του κάκου! µα του κάκου!
Χέρι µου, το σίδερο παράτα,
παψ’ εσύ, σφυρί, τον πόλεµο,
που πολέµαες µε τ’ αµόνι·
είµαι ο δουλευτής χαλκιάς
που άλλα θέλησε και που άλλα
κατορθώνει.
Είµαι ο πλάστης ο χαλκιάς
που δεν πλάθει το σφυρί µου
µητ’ εσέ, καρφί, ούτ’ εσάς,
άρµατα, σπαθιά, κοντάρια,
µήτε την καµπάνα σου, εκκλησιά,
αλυσίδες ούτε, ούτε κλειδιά,
µήδε τα κουδούνια για τ’ αρνιά,
και για τα οργώµατα τ’ αλέτρια,
µήτε για το σπίτι τα κλινάρια,
ούτε δρέπανα, ούτε χαλινάρια.
Είµαι ο πλάστης ο χαλκιάς
που δεν πλάθει το σφυρί µου
άλλο απ’ τα πανώρια τ’ ανωφέλευτα·
και µια τέχνη πρωτοταίριαστη κι αταίριαστη
η δική µου.
Και είµαι ο µάγος της φωτιάς κι απλώνω µέσα της
και τα φίδια και τα τέρατα της κλέβω,
και στο σίδερο κι ακόµα πιο παράξενα
τα δουλεύω.
Και είµαι ο σφυροκοπητής
που σφυροκοπάει αντί σπαθιά
κάποια αφύσικα λουλούδια,
και είµ’ ο δαµαστής ο γύφτος
που γεννάει από τη φλόγα
κύκλους, ίσκιους, γρύπες, µάγια,
κάποιες ρηγικές κορώνες,
λάµιες, ξωτικές, γοργόνες
για καράβια, για σαράγια,
που δεν είναι πια ή δεν είναι ακόµα·
τ’ ανωφέλευτα, τ’ αχρείαστα και τ’ αλλόκοτα,
που τους λείπει πότε πρόσωπο,
που τους λείπει πότε σώµα,
που τους λείπει πάντα τ’ όνοµα.
Κι όσα οργίζουν τους ανθρώπους
που κοιµούνται ανοιχτοµάτες·
και όσα διώχνουν οι διαβάτες
και όσα δε ριζώνονται σε τόπους,
και όσα αγάπες δεν ξυπνήσαν πουθενά
κι όσα πουθενά δεν ηύρανε πελάτες!
Και είµαι ο σφυροκόπος που ξαφνίζει
και τροµάζει και µακραίνει·
όπου µαλακώτατη η δουλειά
θα ’βγαινε απ’ τον άλλο τον τεχνίτη,
της φυσά η πνοή µου της δουλειάς
κάτι βάρβαρο και αδούλευτο,
πιο τραχύ από το γρανίτη.
Κι όπου ο άνθρωπος προσµένει
να το πιάσει µε τα χέρια του απ’ τα χέρια µου
πλάσµα ασάλευτο και στέρεο και σκληρό,
άθελα του φέρνω µε τα χέρια µου
µια ψυχούλα, µιαν αχτίδα, έναν αφρό.
Κ. Παλαμάς
Χέρι µου, το σίδερο παράτα,
παψ’ εσύ, σφυρί, τον πόλεµο,
που πολέµαες µε τ’ αµόνι·
είµαι ο δουλευτής χαλκιάς
που άλλα θέλησε και που άλλα
κατορθώνει.
Είµαι ο πλάστης ο χαλκιάς
που δεν πλάθει το σφυρί µου
µητ’ εσέ, καρφί, ούτ’ εσάς,
άρµατα, σπαθιά, κοντάρια,
µήτε την καµπάνα σου, εκκλησιά,
αλυσίδες ούτε, ούτε κλειδιά,
µήδε τα κουδούνια για τ’ αρνιά,
και για τα οργώµατα τ’ αλέτρια,
µήτε για το σπίτι τα κλινάρια,
ούτε δρέπανα, ούτε χαλινάρια.
Είµαι ο πλάστης ο χαλκιάς
που δεν πλάθει το σφυρί µου
άλλο απ’ τα πανώρια τ’ ανωφέλευτα·
και µια τέχνη πρωτοταίριαστη κι αταίριαστη
η δική µου.
Και είµαι ο µάγος της φωτιάς κι απλώνω µέσα της
και τα φίδια και τα τέρατα της κλέβω,
και στο σίδερο κι ακόµα πιο παράξενα
τα δουλεύω.
Και είµαι ο σφυροκοπητής
που σφυροκοπάει αντί σπαθιά
κάποια αφύσικα λουλούδια,
και είµ’ ο δαµαστής ο γύφτος
που γεννάει από τη φλόγα
κύκλους, ίσκιους, γρύπες, µάγια,
κάποιες ρηγικές κορώνες,
λάµιες, ξωτικές, γοργόνες
για καράβια, για σαράγια,
που δεν είναι πια ή δεν είναι ακόµα·
τ’ ανωφέλευτα, τ’ αχρείαστα και τ’ αλλόκοτα,
που τους λείπει πότε πρόσωπο,
που τους λείπει πότε σώµα,
που τους λείπει πάντα τ’ όνοµα.
Κι όσα οργίζουν τους ανθρώπους
που κοιµούνται ανοιχτοµάτες·
και όσα διώχνουν οι διαβάτες
και όσα δε ριζώνονται σε τόπους,
και όσα αγάπες δεν ξυπνήσαν πουθενά
κι όσα πουθενά δεν ηύρανε πελάτες!
Και είµαι ο σφυροκόπος που ξαφνίζει
και τροµάζει και µακραίνει·
όπου µαλακώτατη η δουλειά
θα ’βγαινε απ’ τον άλλο τον τεχνίτη,
της φυσά η πνοή µου της δουλειάς
κάτι βάρβαρο και αδούλευτο,
πιο τραχύ από το γρανίτη.
Κι όπου ο άνθρωπος προσµένει
να το πιάσει µε τα χέρια του απ’ τα χέρια µου
πλάσµα ασάλευτο και στέρεο και σκληρό,
άθελα του φέρνω µε τα χέρια µου
µια ψυχούλα, µιαν αχτίδα, έναν αφρό.
Κ. Παλαμάς