Πλησιάζει με τα θολά της μάτια εκείνο το ανάγλυφο χέρι
το χέρι που κράτησε το δοιάκι
το χέρι που κράτησε την πένα
το χέρι που απλώθηκε στον άνεμο,
όλα την απειλούν τη σιωπή της.
Από τα πεύκα μια κίνηση τρέχει προς τη θάλασσα
παίζει με την ταπεινή πνοή του αγέρα
και την αναχαιτίζουν οι δυο μαύρες Συμπληγάδες.
Άνοιξα την καρδιά μου κι ανάσανα!
Στο πέλαγο ανατρίχιαζε το χρυσό δέρας.
Δικό της το χρώμα το ρίγος και το δέρμα
δικές της οι κορυφογραμμές στον ορίζοντα στην παλάμη μου.
Άνοιξα την καρδιά μου
γεμάτη εικόνες που έσβησαν κιόλας, το σπέρμα του Πρωτέα.
Εδώ κοίταξα το φεγγάρι
βαμμένο στο αίμα
της νέας λύκαινας.
Γ. Σεφέρης
το χέρι που κράτησε το δοιάκι
το χέρι που κράτησε την πένα
το χέρι που απλώθηκε στον άνεμο,
όλα την απειλούν τη σιωπή της.
Από τα πεύκα μια κίνηση τρέχει προς τη θάλασσα
παίζει με την ταπεινή πνοή του αγέρα
και την αναχαιτίζουν οι δυο μαύρες Συμπληγάδες.
Άνοιξα την καρδιά μου κι ανάσανα!
Στο πέλαγο ανατρίχιαζε το χρυσό δέρας.
Δικό της το χρώμα το ρίγος και το δέρμα
δικές της οι κορυφογραμμές στον ορίζοντα στην παλάμη μου.
Άνοιξα την καρδιά μου
γεμάτη εικόνες που έσβησαν κιόλας, το σπέρμα του Πρωτέα.
Εδώ κοίταξα το φεγγάρι
βαμμένο στο αίμα
της νέας λύκαινας.
Γ. Σεφέρης