Σάββατο 7 Μαΐου 2016

Πόθοι

Ήθελα νάμουν σταυραητός, να πέταγα τ᾿ αψήλου,
ν᾿ ανέβαινα στη Λιάκουρα, κατάκορφα στη ράχη,
νάριχνα εκείθε μία ματιά, ν᾿ αγνάντευα τον Πίνδο,
να ιδώ πως μου τον έκαμαν τα χρόνια κ᾿ η σκλαβιά του.
Ποιος λέει δεν κλαίνε τα βουνά; Ποιος λέει πως δεν γεράζουν;...
Χιόνια και κρούσταλλα παλιά, γεράματα γιομάτα,
σκεπάζουνε τον Πίνδο μου, και καταχνιές τον πνίγουν·
κι ακούγω, ακούγω από μακρυά, ακούγω από τα ξένα
της γερατειάς του το σκουσμό, το κλάμμα της σκλαβιάς του.
Αχ! πότε αυτό το σκούξιμο, τρανή κραυγή θα γίνει,
κραυγή ανήμερου θεριού, εκδίκηση γιομάτη,
να μάσει από την ξενιτιά τα έρμα τα παιδιά σου,
τ᾿ αστροπελέκια σου άρματα, Πίνδε, να μας μοιράσεις,
μία μέρα, ν᾿ αναστήσουμε τη δόλια μας πατρίδα!...
Αχ! πότε η καταχνιά σου αυτή κ᾿ η τόση σου θολούρα,
που τώρα στο ατέλειωτο σάβανο σε τυλίγει,
πότε να γίνει θα την δω καπνούρα από ντουφέκια!...
Και πότε αυτός ο ήλιος σου, πούναι νεκρός και κρύος,
πότε μία μέρα θε να βγεί ζεστός μεσ᾿ στες κορφές σου,
να λυώσουνε τα κρούσταλλα και τα πολλά σου χιόνια,
και φυτρώσουν, μία άνοιξη, μαζί με τα λουλούδια,
αρματωμένα, Πίνδε μου, τα νιάτα τα παλιά σου!...

Κ. Κρυστάλλης