Φύγε απ’ το παράθυρο
θωρώντας την πλημμύρα!
Πέφτει του δακρύου σου
η πυρωμένη αρμύρα
τρίσβαθα πληγώνοντας
τ’ ανήμερο θηρίο
και του καίει τα κόκαλα,
οπού λυγιέται κρύο.
Έλα στην αγκάλη μου,
σε κράζει η συμφορά μου
και πανιά λευκότατα
θα κάνω τα φτερά μου,
να μας πάρει το νερό
κι ίσως μας πάει —ποιός ξέρει;
κει, που τ’ αργοκύλισμα
του χρόνου δεν μας φέρει!
Κ. Βάρναλης