Στον ουρανό κρεμειέται το αργυρό φεγγάρι,
και που και που αέρι δροσάτο με φυσά,
η Μούσα κι’ ο Απόλλων, αγαπητό ζευγάρι,
για μια στιγμή με πέρνει μ’ ονείρατα χρυσά.
Ακούσετε τραγούδια, ακούτε μουσική,
ντουέτο κι’ οι γαιδάροι, μαζί κι’ οι βαθρακοί.
Μ’ ακούστε τι φωνάζουν οι μάγγες, συμπολίται...
κινήθηκε και πάλι, φωνάζουν, ο στρατός·
είναι παληό χαμπέρι... δεν πάει να κινήται;
με της πολλαίς κινήσεις κουράστηκε κι’ αυτός.
Ε! καφετζή, για φέρε ένα νερό δροσάτο,
να πιούμε και λιγάκι, να παν τα ντέρτια κάτω.
Τι ζέστη! Καίω όλος... ακούστε τους βατράχους...
Γιά δέτε και τ’ αρχαία μνημεία απ’ εδώ...
Ω! πως μου ενθυμίζουν τους Μαραθωνομάχους,
και με τη φαντασία στα χρόνια των πηδώ.
Μα πως μ’ ενθουσιάζουν αυτοί οι βαθρακοί...
Γιά δέτε δα πως πέφτουν ρουκέταις απ’ εκεί.
Θαρρώ του υπουργείου συμπλήρωσις θα γίνη,
αλήθεια δα εβγήκε κι’ ο νέος ιραδές...
Με τούτον πιά θα έλθη παντοτεινή ειρήνη,
κι’ ο πόλεμος θα είναι νερόβραστος φιδές.
Η τόση μας αντάρα εβγήκε παιγνιδάκι...
Ε! καφετζή, μας δίνεις κανένα τσιγαράκι;
Είν’ ένδεκα και κάτι... πως πέρασε η ώρα!
Ο ύπνος κατεβαίνει στα μάτια μου γλυκά...
Μας έρχονται και άλλα πολλά τορπιλλοφόρα,
και νέα Κρούπ κανόνια για τα πολεμικά.
Τι διάβολο τα θέλουν να νοιώσω δεν μπορώ!
Ε! καφετζή, μας φέρνεις και δεύτερο νερό;
Στην Τύνιδα του Μπέη ο νέος κληρονόμος
λέγουν πως επισκέφθη τον κύριο Ρουστάν...
Τον φουκαρά τον Μπέη τον ζάρωσεν ο τρόμος,
δεν παίζουνε οι Γάλλοι, η ταν επί ταν.
Καί για τη Βουλγαρία κατι θαρρώ πως είδα...
Ε! καφετζή, μας φέρνεις καμμιάν εφημερίδα;
Αμμέ εκείνοι πάλι οι Ιρλανδοί τι θέλουν!
Ε! καφετζή, και τρίτο, αν αγαπάς, νερό!
Τον Γλάδστωνα τρομάζουν, αναφοραίς του στέλλουν,
και τον κακό ψυχρό τους κι’ ανάποδο καιρό.
Μα τέλος καληνύκτα κι’ αρχίζω να κοιμούμαι,
και αύριο το βράδυ ελάτε να τα πούμε.
Γ. Σουρής
και που και που αέρι δροσάτο με φυσά,
η Μούσα κι’ ο Απόλλων, αγαπητό ζευγάρι,
για μια στιγμή με πέρνει μ’ ονείρατα χρυσά.
Ακούσετε τραγούδια, ακούτε μουσική,
ντουέτο κι’ οι γαιδάροι, μαζί κι’ οι βαθρακοί.
Μ’ ακούστε τι φωνάζουν οι μάγγες, συμπολίται...
κινήθηκε και πάλι, φωνάζουν, ο στρατός·
είναι παληό χαμπέρι... δεν πάει να κινήται;
με της πολλαίς κινήσεις κουράστηκε κι’ αυτός.
Ε! καφετζή, για φέρε ένα νερό δροσάτο,
να πιούμε και λιγάκι, να παν τα ντέρτια κάτω.
Τι ζέστη! Καίω όλος... ακούστε τους βατράχους...
Γιά δέτε και τ’ αρχαία μνημεία απ’ εδώ...
Ω! πως μου ενθυμίζουν τους Μαραθωνομάχους,
και με τη φαντασία στα χρόνια των πηδώ.
Μα πως μ’ ενθουσιάζουν αυτοί οι βαθρακοί...
Γιά δέτε δα πως πέφτουν ρουκέταις απ’ εκεί.
Θαρρώ του υπουργείου συμπλήρωσις θα γίνη,
αλήθεια δα εβγήκε κι’ ο νέος ιραδές...
Με τούτον πιά θα έλθη παντοτεινή ειρήνη,
κι’ ο πόλεμος θα είναι νερόβραστος φιδές.
Η τόση μας αντάρα εβγήκε παιγνιδάκι...
Ε! καφετζή, μας δίνεις κανένα τσιγαράκι;
Είν’ ένδεκα και κάτι... πως πέρασε η ώρα!
Ο ύπνος κατεβαίνει στα μάτια μου γλυκά...
Μας έρχονται και άλλα πολλά τορπιλλοφόρα,
και νέα Κρούπ κανόνια για τα πολεμικά.
Τι διάβολο τα θέλουν να νοιώσω δεν μπορώ!
Ε! καφετζή, μας φέρνεις και δεύτερο νερό;
Στην Τύνιδα του Μπέη ο νέος κληρονόμος
λέγουν πως επισκέφθη τον κύριο Ρουστάν...
Τον φουκαρά τον Μπέη τον ζάρωσεν ο τρόμος,
δεν παίζουνε οι Γάλλοι, η ταν επί ταν.
Καί για τη Βουλγαρία κατι θαρρώ πως είδα...
Ε! καφετζή, μας φέρνεις καμμιάν εφημερίδα;
Αμμέ εκείνοι πάλι οι Ιρλανδοί τι θέλουν!
Ε! καφετζή, και τρίτο, αν αγαπάς, νερό!
Τον Γλάδστωνα τρομάζουν, αναφοραίς του στέλλουν,
και τον κακό ψυχρό τους κι’ ανάποδο καιρό.
Μα τέλος καληνύκτα κι’ αρχίζω να κοιμούμαι,
και αύριο το βράδυ ελάτε να τα πούμε.
Γ. Σουρής