Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

Για την κριτική στάση

Η κριτική στάση
Φαντάζει άγονη σε πολλούς. 
Καταλήγουνε σ' αυτό, γιατί οι ίδιοι
Δεν μπορούν να φτάσουνε το κράτος με την κριτική τους. 
Μα η μοναδική στάση που είναι άγονη 
Είναι μονάχα της αδυναμίας η στάση. 
Με την κριτική των όπλων 
Μπορούν τα κράτη να γίνουνε συντρίμμια.
Η διακανάλωση ενός ποταμού
Το μπόλιασμα ενός φρουτόδεντρου 
Η διαπαιδαγώγηση ενός ανθρώπου 
Η αλλαγή του χαραχτήρα ενός κράτους 
Είναι όλα παραδείγματα γόνιμης κριτικής.
Κι είναι συνάμα
Παραδείγματα απ' την τέχνη.

B. Brecht 

Πέμπτη 16 Μαΐου 2024

Τα έργα τέχνης όλα (Μαρία Νεφέλη, απόσπασμα)

Αναπαράγεται ολοένα ξεχειλίζοντας από τα τείχη
σπιθοβολώντας από μια σ’ άλλη συνείδηση
κενή από σώμα καθώς κύμα
ερτζιανό μη βρίσκοντας κεραία να το δεχτεί αλλά όμως
μεταφέροντας το μήνυμα το θείο
την αμβροσίοδμη μουσική
και αυτή συντελεσμένη
σ’ όλους των ήχων τους συνδυασμούς από τα κρεμαστά νερά
πέφτοντας έως τα ξημερώματα «δυνάμει»
όπως θα λέγαμε υπάρχουν εκεί
από ίασπι και ορείχαλκο
μπλε κοβαλτίου τερακότα και ώχρα τα έργα τέχνης όλα
που θα μπορούσε ο άνθρωπος με μόχθο
αφάνταστο ν’ αποσπάσει από το Πλήρες και Άφθαρτο αλλ’ αδύνατον
Τάχα να μην
είχα κάποτε κι εγώ ανεβεί
κείνα τα σκαλοπάτια του ατελεύτητου καλοκαιριού
μιαν αψηλή βουνίσια θάλασσα
να μην είχα για χάρη του Βασιλέα Ευήνορα
φορέσει το μανδύα τον κυανό
να δικάσω τους άλλους και απ’ αυτούς να δικαστώ
την κάθετη ώρα του μεσονυκτίου…
Ζούνε ακόμη ζούνε μέσα μου
μια για πάντα ιδωμένοι
από ψηλά οι αγροί χαρακωμένοι ευθείς σαν πίνακες του Mondrian
οι περίβολοι της εκκλησίας με τα κορίτσια ολόγυμνα
κρατώντας μύρτα

Ο. Ελύτης 

Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

Η σκέψη στα έργα των κλασικών

Γυμνή και χωρίς περιτυλίγματα 
Προχωράει δίχως ντροπή μπροστά σου, 
γιατί είναι σίγουρη 
Για την ωφελιμότητά της.
Δε στενοχωριέται
Που την ξέρεις κιόλας, της αρκεί 
Που την έχεις ξεχάσει. 
Μιλά
Με την αλαζονεία του μεγαλείου. 
Χωρίς τελετουργίες 
Χωρίς εισαγωγές
Κάνει την είσοδό της, συνηθισμένη
Να βρίσκει σεβασμό εξαιτίας της ωφελιμότητάς της. 
Το ακροατήριό της είναι η φτώχεια, που δεν έχει χρόνο.
Η παγωνιά και η πείνα αγρυπνούν 
Περιφρουρώντας την προσοχή του ακροατήριου. 
Η πιο μικρή έλλειψη προσοχής
Τους καταδικάζει σ' άμεση καταστροφή.
Μα όσο κυριαρχικά κάνει την είσοδό της
Πού να πάει ή πού να μείνει
Τόσο μ' ακρίβεια δείχνει πως χωρίς το ακροατήριό της τίποτα δεν είναι 
Ούτε θα είχε φτάσει ούτε θα 'ξερε
Αν δεν την είχανε δεχτεί. 
Πραγματικά, αν έμενε αδίδαχτη απ' αυτούς 
Που χτες ακόμα ζούσανε στην άγνοια 
Γρήγορα θα 'χανε τη δύναμή της και βιαστικά θα είχε διαλυθεί.

B. Brecht

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Το βάθος μιλά

Τα σπλάχνα δεν ησυχάζουν ποτέ
μουγκρίζει ο ταύρος του σύμπαντος
σαλεύει ο κροκόδειλος στον βάλτο
η λίμνη της ψυχής με αφρούς
το κάτοπτρο, πρόσωπο κυματιστό
δέσμες σπαθιών εκτινάσσονται
λάβα καυτή ρέει το άλγος 
σιγανό πορφυρό ποτάμι 
στην υπόγεια πολιτεία 
κρυφές σπηλιές και κατακόμβες 
ξυπνά ο κρατήρας από το λήθαργο 
και φτύνει τα άντερα στον ουρανό 

χάος στη βάση, στα ύψη αντάρα 
ο ταραξίας με τα χίλια δάκτυλα 
πασπατεύει πάλι τα μυστήρια 
τα άδυτα λαλούν, οι κρύπτες βογκούν
το χώμα του σώματος αναστενάζει
οι ρίζες πονούν η χλόη σκύβει 
και ο βοριάς τραντάζει τον άξονα 

το δέντρο του κόσμου δεν έχει καρπούς 
μόνο λόγια πέφτουν, βρέχει λέξεις 
ο ποιητής τις μαζεύει στο έδαφος 
ο πόνος σμιλεύει κι άλλο τραγούδι.

W. Puchner 

Κυριακή 21 Απριλίου 2024

Η Λογοτεχνία θα ερευνηθεί

Αυτοί που στις χρυσές καρέκλες είναι θρονιασμένοι για να γράφουν
Θα ρωτηθούν γι' αυτούς που
Υφάναν τα παλτά τους.
'Οχι για τις περίλαμπρές τους σκέψεις
Θα γίνουν τα βιβλία τους αντικείμενο έρευνας, μα
Για κάθε τυχαία τους φράση που αφήνει κάτι να φανεί 
Γι' αυτούς που υφάναν τα παλτά τους
Θα διαβαστεί με ενδιαφέρον, γιατί μπορεί να 'χει να κάνει με χαρακτηριστικά
Των φημισμένων προγόνων.
Ολόκληρες λογοτεχνίες 
Με τις πιο περίπλοκες εκφράσεις συνταγμένες 
Θα ερευνηθούνε για σημάδια 
Που να δείχνουν πως ζήσανε κι επαναστάτησαν εκεί που κυριαρχούσε η καταπίεση.
Οι σπαρακτικές ικασίες σε αθάνατα όντα 
Θα σημαίνουν πως κείνη την εποχή θνητοί καθόταν πάνω στους θνητούς.
Η πανάκριβη μουσική των λέξεων μόνο θα διηγείται πως
Κείνη την εποχή για τους πολλούς ψωμί δεν είχε.

Αλλά θα 'ρθει ένας καιρός να επαινεθούνε
Αυτοί που στο γυμνό χώμα κάτσανε να γράψουν 
Αυτοί που ανάμεσα στους λαϊκούς καθήσαν
Αυτοί που κάθησαν πλάι στους αγωνιστές.
Αυτοί που διηγηθήκανε των αγωνιστών τα κατορθώματα 
Με μεγάλη τέχνη. Στην ευγενική γλώσσα 
Που προηγούμενα ήταν προορισμένη 
Για την εξύμνηση των βασιλιάδων.

Οι περιγραφές τους για τα κακά κι οι εκκλησίες τους
Έχουν ακόμα πάνω τους τα δαχτυλικά αποτυπώματα 
Των λαϊκών. Γιατί σ' αυτούς 
Τα μεταδόσανε, αυτοί 
Τα μεταφέραν παραπέρα κάτω από τα βουτηγμένα στον ιδρώτα τους πουκάμισα
Περνώντας τα μέσα απ'τα μπλόκα της αστυνομίας 
Στους όμοιους τους.

Ναι, θα 'ρθει σίγουρα μια τέτοια εποχή, που
Αυτοί οι έξυπνοι και φιλικοί άνθρωποι 
Οι οργισμένοι και γεμάτοι ελπίδα 
Αυτοί που κάτσανε στο γυμνό χώμα για να γράψουν
Αυτοί που λαϊκοί και αγωνιστές τους συμπαραστάθηκαν 
Δημόσια θα επαινεθούνε.

B. Brecht

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Το ανώνυμο χέρι

Απόψε τα έδωσα όλα
τα έδωσα όλα στο χαρτί
έδωσα όσα είχα μέσα μου

τώρα άδειος, ευτυχισμένος
η μελάνη ρέει αίμα μου
στις φλέβες αυτής της πένας
το χώμα του μυαλού γέννησε

καρπούς που δε προλαβαίνω
να βάλω κάτω σε μια σειρά
να ελέγξω τους στίχους•

η γλώσσα με έκανε όργανο
ανοικτίρμων εργοδότης
μια σκλαβιά ευδαιμονία

για μία ώρα ευαγγελιστής
εθελοντής για τη θυσία
έδωσα το ανώνυμο χέρι.

W. Puchner

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

Επέτειος

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Στο σημάδι ετούτο που παλεύει
Πάντα κοντά στη θάλασσα
Νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος
Με στήθος προς τον άνεμο
Πού να πηγαίνει ένας άνθρωπος
Που δεν είναι άλλο από άνθρωπος
Λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινες
Στιγμές του, με νερά τα οράματα
Της ακοής του, με φτερά τις τύψεις του
Α, Ζωή
Παιδιού που γίνεται άντρας
Πάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος
Τον μαθαίνει ν’ ανασαίνει κατά κει που σβήνεται
Η σκιά ενός γλάρου.

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Άσπρο μέτρημα μελανό άθροισμα
Λίγα δέντρα και λίγα
Βρεμένα χαλίκια
Δάχτυλα ελαφρά για να χαϊδέψουν ένα μέτωπο
Ποιο μέτωπο
Κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πια
Κανείς δεν είναι
Ν’ ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο
Ν’ ανατείλει μια φωνή ξεκούραστη
Στο μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφοντας
Όνομα πιο γλαυκό μες στον ορίζοντά τους
Λίγα χρόνια λίγα κύματα
Κωπηλασία ευαίσθητη
Στους όρμους γύρω απ’ την αγάπη.

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει
Όποιος είδε δυο μάτια ν’ αγγίζουν τη σιωπή του
Κι έσμιξε τη λιακάδα τους κλείνοντας χίλιους κόσμους
Ας θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιους
Πιο κοντά στο φως
Υπάρχει ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα–
Μα εδώ στο ανήξερο τοπίο που χάνεται
Σε μια θάλασσα ανοιχτή κι ανέλεη
Μαδά η επιτυχία
Στρόβιλοι φτερών
Και στιγμών που δέθηκαν στο χώμα
Χώμα σκληρό κάτω από τ’ ανυπόμονα
Πέλματα, χώμα καμωμένο για ίλιγγο
Ηφαίστειο νεκρό.

Ο. Ελύτης 

Τρίτη 12 Μαρτίου 2024

Οι Ελευθερωτές

Εδώ φυτρώνει αυτό το δέντρο,
της θύελλας, του λαού το δέντρο.
Απ’ τη γη βγαίνουν οι ήρωές του
όπως απ’ τους χυμούς τα φύλλα,
κι ο άνεμος σπάει τ’ ανταριασμένου
πλήθους το φύλλωμα, ώσπου ο σπόρος
ψωμί στη γη να ξαναπέσει.

Εδώ φυτρώνει αυτό το δέντρο
απ’ τους γυμνούς νεκρούς θρεμμένο
νεκρούς δαρμένους, πληγιασμένους,
νεκρούς με μάγουλα μπασμένα,
παλουκωμένους σε κοντάρια,
από φωτιά πυρπολημένους,
πετσοκομμένους με τσεκούρι,
από άλογο διαμελισμένους,
στην εκκλησία σταυρωμένους.

Εδώ φυτρώνει αυτό το δέντρο,
που ’χει ολοζώντανες τις ρίζες
ήπιε απ’ τη δυστυχία νίτρο
οι ρίζες του ποτίσαν μ’ αίμα,
και δάκρυα ρούφηξ’ απ’ το χώμα:
τ’ ανέβασε απ’ τα κλαριά του
κυλήσανε μες στον κορμό του.
Βγήκαν αόρατα λουλούδια
πολλές φορές ήταν θαμμένα,
κι άλλες φορές τα πέταλά τους
φεγγοβολάγαν σαν πλανήτες.

Κι ο άνθρωπος πήρε απ’ τα κλωνάρια
τα μεστωμένα τους μπουμπούκια,
σαν να ’ταν ρόδια ή μανόλιες
τα μοίρασε χέρι με χέρι
κι άξαφνα έσκασε το χώμα
και ψήλωσαν μέχρι τ’ αστέρια.

Είναι της λευτεριάς το δέντρο.
το δέντρο γη, το δέντρο νέφος.
Δέντρο ψωμί, δέντρο σαΐτα.
Δέντρο γροθιά και δέντρο φλόγα.
Το πνίγει η άγρια καταιγίδα
τούτης της μαύρης εποχής μας,
όμως αντέχει ο κορμός του
κι ο ρωμαλέος του αγώνας.

Κι είναι φορές που ξαναπέφτουν
χολεριασμένα τα κλαριά του,
στάχτη το πνίγει και σκεπάζει
το αλλοτινό του μεγαλείο:
κι έτσι γυρίσανε τα χρόνια
και βγήκε μέσα απ’ τα μαρτύρια,
ωσότου μυστικό ένα χέρι
και μπράτσα αμέτρητα υψωθήκαν,
ο λαός πήρε πελεκούδια,
έκρυψε κούτσουρα ατόφια,
με τα φιλιά του έβαλε φύλλα
στο διαλυμένο εκείνο δέντρο,
τα σκόρπισε σε χίλια μέρη
και με τις ρίζες του βαδίζει.
Ετούτο ’δω είναι το δέντρο,
του λαού, των λαών του κόσμου,
της λευτεριάς και του αγώνα.

Κοίτα επάνω απ’ τα κλαριά του,
τις νέες άγγιξε αστραπές του,
στις φάμπρικες βύθισ’ το χέρι
εκεί που δένει ο καρπός του,
σκόρπα το φως του κάθε μέρα.
Τούτη τη γη παρ’ τη στα χέρια,
μπες στο χορό αυτής της λάμψης,
πάρ’ το ψωμί σου και το μήλο,
πάρ’ την καρδιά και τ’ άλογό σου
γίνε φρουρός στο σύνορό σου,
στην άκρη εκεί της φυλλωσιάς του.

Για τ’ άνθη πάλεψε που σβήνουν,
χώσου βαθιά στου εχθρού τις νύχτες,
βίγλισε της αυγής το στέμα,
ανάσανε το φως των άστρων,
βάστα το δέντρο αυτό, το δέντρο
στης γης το κέντρο, που ψηλώνει.

P. Neruda 

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2023

Αρχαία ζωγραφιά

Ζωγράφε, με της ιερής σου εικόνας
την ομορφιά, όλη νόημα, όλη φως,
αληθινά και αθέλητα σοφός,
ζωγράφισες τον κόσμο που διαβαίνει
ίδιος πάντα στων αιώνων τους αιώνας·

ιστόρισες την οικουμένη!
Σε πορφυρό μανδύα,
ω θάμπωμα του νου!
αγνή σαν ευωδία
των ρόδων τ’ ουρανού,

στο θρόνο με μαλλιά
χυτά ηλιοσταλαγμένα,
κρατάει στην αγκαλιά
τον Ιησού η Παρθένα.

Στα πόδια της μπροστά
ταπεινός ένας γέρνει
και μοσχοβολιστά
δώρα στον Κύριο φέρνει.

Και υψώνοντας αργά
η Παναγία το χέρι
τον άνθρωπο ευλογά
με γέλιο σαν αστέρι.

Και ολόφωτο αγγελούδι,
ψηλά απ’ τους μυστικούς
τους κόσμους με τραγούδι
που βλέπεις, δεν ακούς,
κατέβη, και βαστάει
στεφάνι από ακτίνες·

να στεφανώσει πάει
τη Δέσποινα μ’ εκείνες.
Κι από την άχραντη Μαριάμ που λάμπει στην πορφύρα,
κι από τον άγγελο, κι απ’ το θνητό, κι απ’ το Σωτήρα
θαρρείς πως βγαίνει μια φωνή και χύνεται στον αέρα:
— Δόξα εν Υψίστοις! Ένας Θεός γεννήθηκ’ εδώ πέρα!

Μα κοίτα! λίγο παραπέρα,
στην ίδια την εικόνα εκεί,
στην αύρα τη χαϊδευτική,
στον ήλιο τον υπέρξανθο, στην γελαστήν ημέρα,
απλώνετ’ ένα περιβόλι·

δέντρα, άνθη, χλόη, πουλιά, κλαδιά,
κελάηδισμα, δροσιά, ευωδιά,
ίσκιοι, νερά, φιλιά, φωλιές· αγάπη η φύση και όλη!
Και κάτου απ’ την πυκνή τη σκέπη
που πλέκει μια κληματαριά,

αφρόντιστο, σα να μη βλέπει
τίποτε γύρω, από καμιά μεριά,
εκεί που πλάι πλάι
πιο γλυκά η κιτριά μοσχοβολάει
και της βρυσούλας το νερό πιο μουσικά κυλιέται,

ένα ζευγάρι ερωτικό φιλιέται.
Και παραπέρα ακόμα,
στο λουλουδένιο στρώμα,
σιμά σε μιαν ελιά,
δυο άνθρωποι μιλούνε

για της ημέρας τη δουλειά,
και ξαποσταίνουν και γελούνε.
Κι άλλος εκεί παρέκει
συλλογισμένα στέκει
με μάτια καρφωμένα

κοιτάζοντας ολοένα
προς το τρεχάμενο νερό, μα δίχως να το νιώθει·
μέσα του κόσμος πλανερός,—ονείρατα, έγνοιες, πόθοι,—
χτυπιέται και βοΐζει,
κι αυτός τί θέλει δε γνωρίζει.

Κι ο ποιητής με τα όνειρά του,
και το ταιράκι με τον έρωτά του,
κι οι δυο δουλευτικοί λεβέντες
που την περνούν την ώρα με κουβέντες,
κι η πρασινάδα κι η γαλήνη

και ο μέγας ήλιος που με φως τα πάντα περιχύνει,
οι ανθοί, τα δέντρα, τα πουλάκια,
και με τα μουρμουρίσματα τα ρυάκια,
η θωριά του γραμμένου εκείνου τόπου
με σμαραγδιού τρεμόφεγγα και μαργαριταριού,

όλα, απ’ τ’ ανάσασμα του χορταριού
ώς το χτυπόκαρδο του ανθρώπου,
απ’ της ανήσυχης ψυχής τα ανήσυχα κοιτάματα,
ώς τη βοή των μελισσών απάνου στα λουλούδια,
η Φύση και όλη απάνου εκεί ζει μ’ έγνοιες, με πετάματα,

με ακτίνες, ευωδιές, φιλιά κι αγάπες και τραγούδια,
ριζώνει, περπατεί, μιλεί, σαλεύεται, δουλεύει,
όμως δε δείχνει τίποτε, δεν ξέρει, ουδέ υποπτεύει
ότι την ίδιαν ώρα εκείνη
εκεί κοντά, παράμερα, γεννήθη ένας Θεός,

που σαν εκείνο το φτωχό, που εμπρός του τώρα κλίνει,
θα σκύψει εμπρός του κόσμος και λαός,
κι ότι αγγελούδι θαυμαστό κατέβη απ’ τον αιθέρα
να στεφανώσει ενός Θεού την τρισαγία μητέρα!

Ζωγράφε με της ιερής σου εικόνας
την ομορφιά, όλη νόημα, όλη φως,
αληθινά και αθέλητα σοφός,
ζωγράφισες τον κόσμο που διαβαίνει
ίδιος πάντα· στων αιώνων τους αιώνας.
Ιστόρισες την οικουμένη!

Θεοί γεννιούνται και θεοί πεθαίνουν,
κι ανοιγοκλείνουν οι ουρανοί
κι από τη σκάλα του Ιακώβ ανεβοκατεβαίνουν
άγγελοι ωραίοι σαν αυγερινοί,
και με τη γη ανταμώνονται…

Μα πιο ψηλά από κείνους
κι από θαυμάτων αστραπές και μυστηρίων κρίνους
η Φύση νά! η αδιάφορη, η μεγάλη,
οπὄχει μύρια πρόσωπα, μύριες ψυχές και κάλλη,
αδιάκοπα παντοτινά
παντοτινόν αδιάκοπο τον άνθρωπο γεννά,

τον άνθρωπο που αδύνατος αντρειεύεται
και ψάχνει νά βρει τ’ άβρετο τυφλά,
και το πιθάρι της δουλειάς ιδρώνοντας κυλά
και του έρωτα μυρίζεται τ’ άνθος κι αναγαλλιάζει·
τον άνθρωπο που τους θεούς αλλάζει,
αλλά πιστεύει πάντοτε κι ελπίζει κι ονειρεύεται.

Κ. Παλαμάς

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

Αλχημεία του πόνου

Με χίλιες φλόγες πάθους ο ένας σε φωτίζει,
ενώ βαρύ ο άλλος πένθος σου 'χει βάλει, ώ Φύση!
Στον έναν ό,τι λέει: "Η ζωή σου εσέ από σφρίγος σφύζει!

Άγνωστε 'Ερμή, που με βοηθάς, τις απειλές σου
και τις φοβέρες σου τις έμαθα, τις είδα!
Εσύ 'σαι αυτός που μ' έκανε ίδιο με τον Μίδα,
τον θλιβερότερον απ' τους αλχημιστές σου.

Σύ φταίς που κάνω μπρούντζο το χρυσό λογάρι
και τον παράδεισο της κόλασης πατάρι•
ό,τι έχει των νεφών το σάβανο να φάγει
στο φως το βγάνω και είναι εράσμϊο κουφάρι•
στα δε επουράνια ρείθρα και στα σιέλ τενάγη
από τα χέρια μου βλογιούνται σαρκοφάγοι.

C. Baudelaire

Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2023

Έμμονη ιδέα

Σαν τους καθεδρικούς ναούς σας τρέμω εγώ,
βαθύσκια δάση - στριγγλάτε σαν αρμόνια.
Αιώνια πένθη κλαίνε και δονούν τις
κατάρατες ψυχές μας,
όπου ρόγχοι απ' τα παλιά μια φράση αρθρώνουν,
και τους απαντούν αντίλαλοι από De profundis.

Μισώ σε, Ωκεανέ - ναι! Ταραχή, αντιμάμαλα,
πατάγους το πνεύμα μου τα συναντάει κι εντός του•
τις δε καταστάσεις του νικημένου ανθρώπου,
με τους θρήνους και τις ύβρεις του άγους,
τ' αφτί μου τις ακούει και στο γριφώδες γέλιο της θαλάσσης.

Πως μ' ετερπές, ω Νύχτα! - 
ιδίως δίχως τ' άστρα: αυτά τα σκεύη του φέγγους,
που το φως τους γλώσσα απ' όλους νοητή μιλάει...
Ο νους μου το κενό, το μαύρο και το αστόλιστο ζητάει!

Μα ενδύματα δεν είναι μήπως και φορέματα τα ερέβη;
Είναι όντως, ναι! - 
και ντύνουν ό,τι απ' των ματιών μου τις πομόνες πετιέται,
που 'χε μες σε οικείου βλέμματος πεθάνει εικόνες.

C. Baudelaire 

Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2023

Ηφαίστειος λόγος

Κύμα σπασμωδικό σκάει ο λόγος
στην άσπρη αμμουδιά της σελίδας
εκρήγνυται στα βράχια της σιωπής
και μαζεύει η μνήμη λέξεων αφρούς
ν' ανασυντάξει το ρυθμό της θάλασσας.

Σπάει το απόστημα μιας φουρτούνας
που δεν βρήκε κρατήρα να τιναχθεί
να φτύσει τον ουρανό στο πρόσωπο
να χύσει στο χαρτί την πύρινη λάβα.

Μαύρη προφητεία, πίσσα απ' το στόμα
θα κάψει την ακοή έως τα γάγγλια
θα φράξει τη ροή των σκέψεων
θα πνίξει στα σπάργανα τις ιδέες

η απόγνωση θα πηδήξει στην άβυσσο.

W. Puchner