tag:blogger.com,1999:blog-61041791958946533152024-03-21T17:56:56.996+02:00Ψηφιακός ΠοιητάρηςΑναρτήσεις ποιημάτων, γνωμικών, ρητών.Ψηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.comBlogger1705125tag:blogger.com,1999:blog-6104179195894653315.post-62451058704509792562024-03-21T17:56:00.001+02:002024-03-21T17:56:25.646+02:00Επέτειος<div>Έφερα τη ζωή μου ως εδώ<br></div><div>Στο σημάδι ετούτο που παλεύει</div><div>Πάντα κοντά στη θάλασσα</div><div>Νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος</div><div>Με στήθος προς τον άνεμο</div><div>Πού να πηγαίνει ένας άνθρωπος</div><div>Που δεν είναι άλλο από άνθρωπος</div><div>Λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινες</div><div>Στιγμές του, με νερά τα οράματα</div><div>Της ακοής του, με φτερά τις τύψεις του</div><div>Α, Ζωή</div><div>Παιδιού που γίνεται άντρας</div><div>Πάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος</div><div>Τον μαθαίνει ν’ ανασαίνει κατά κει που σβήνεται</div><div>Η σκιά ενός γλάρου.</div><div><br></div><div>Έφερα τη ζωή μου ως εδώ</div><div>Άσπρο μέτρημα μελανό άθροισμα</div><div>Λίγα δέντρα και λίγα</div><div>Βρεμένα χαλίκια</div><div>Δάχτυλα ελαφρά για να χαϊδέψουν ένα μέτωπο</div><div>Ποιο μέτωπο</div><div>Κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πια</div><div>Κανείς δεν είναι</div><div>Ν’ ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο</div><div>Ν’ ανατείλει μια φωνή ξεκούραστη</div><div>Στο μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφοντας</div><div>Όνομα πιο γλαυκό μες στον ορίζοντά τους</div><div>Λίγα χρόνια λίγα κύματα</div><div>Κωπηλασία ευαίσθητη</div><div>Στους όρμους γύρω απ’ την αγάπη.</div><div><br></div><div>Έφερα τη ζωή μου ως εδώ</div><div>Χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει</div><div>Όποιος είδε δυο μάτια ν’ αγγίζουν τη σιωπή του</div><div>Κι έσμιξε τη λιακάδα τους κλείνοντας χίλιους κόσμους</div><div>Ας θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιους</div><div>Πιο κοντά στο φως</div><div>Υπάρχει ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα–</div><div>Μα εδώ στο ανήξερο τοπίο που χάνεται</div><div>Σε μια θάλασσα ανοιχτή κι ανέλεη</div><div>Μαδά η επιτυχία</div><div>Στρόβιλοι φτερών</div><div>Και στιγμών που δέθηκαν στο χώμα</div><div>Χώμα σκληρό κάτω από τ’ ανυπόμονα</div><div>Πέλματα, χώμα καμωμένο για ίλιγγο</div><div>Ηφαίστειο νεκρό.</div><div><br></div><div>Ο. Ελύτης </div>Ψηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-6104179195894653315.post-25542437968262102662024-03-12T00:20:00.002+02:002024-03-12T00:28:45.103+02:00Οι Ελευθερωτές<div>Εδώ φυτρώνει αυτό το δέντρο,<br></div><div>της θύελλας, του λαού το δέντρο.</div><div>Απ’ τη γη βγαίνουν οι ήρωές του</div><div>όπως απ’ τους χυμούς τα φύλλα,</div><div>κι ο άνεμος σπάει τ’ ανταριασμένου</div><div>πλήθους το φύλλωμα, ώσπου ο σπόρος</div><div>ψωμί στη γη να ξαναπέσει.</div><div><br></div><div>Εδώ φυτρώνει αυτό το δέντρο</div><div>απ’ τους γυμνούς νεκρούς θρεμμένο</div><div>νεκρούς δαρμένους, πληγιασμένους,</div><div>νεκρούς με μάγουλα μπασμένα,</div><div>παλουκωμένους σε κοντάρια,</div><div>από φωτιά πυρπολημένους,</div><div>πετσοκομμένους με τσεκούρι,</div><div>από άλογο διαμελισμένους,</div><div>στην εκκλησία σταυρωμένους.</div><div><br></div><div>Εδώ φυτρώνει αυτό το δέντρο,</div><div>που ’χει ολοζώντανες τις ρίζες</div><div>ήπιε απ’ τη δυστυχία νίτρο</div><div>οι ρίζες του ποτίσαν μ’ αίμα,</div><div>και δάκρυα ρούφηξ’ απ’ το χώμα:</div><div>τ’ ανέβασε απ’ τα κλαριά του</div><div>κυλήσανε μες στον κορμό του.</div><div>Βγήκαν αόρατα λουλούδια</div><div>πολλές φορές ήταν θαμμένα,</div><div>κι άλλες φορές τα πέταλά τους</div><div>φεγγοβολάγαν σαν πλανήτες.</div><div><br></div><div>Κι ο άνθρωπος πήρε απ’ τα κλωνάρια</div><div>τα μεστωμένα τους μπουμπούκια,</div><div>σαν να ’ταν ρόδια ή μανόλιες</div><div>τα μοίρασε χέρι με χέρι</div><div>κι άξαφνα έσκασε το χώμα</div><div>και ψήλωσαν μέχρι τ’ αστέρια.</div><div><br></div><div>Είναι της λευτεριάς το δέντρο.</div><div>το δέντρο γη, το δέντρο νέφος.</div><div>Δέντρο ψωμί, δέντρο σαΐτα.</div><div>Δέντρο γροθιά και δέντρο φλόγα.</div><div>Το πνίγει η άγρια καταιγίδα</div><div>τούτης της μαύρης εποχής μας,</div><div>όμως αντέχει ο κορμός του</div><div>κι ο ρωμαλέος του αγώνας.</div><div><br></div><div>Κι είναι φορές που ξαναπέφτουν</div><div>χολεριασμένα τα κλαριά του,</div><div>στάχτη το πνίγει και σκεπάζει</div><div>το αλλοτινό του μεγαλείο:</div><div>κι έτσι γυρίσανε τα χρόνια</div><div>και βγήκε μέσα απ’ τα μαρτύρια,</div><div>ωσότου μυστικό ένα χέρι</div><div>και μπράτσα αμέτρητα υψωθήκαν,</div><div>ο λαός πήρε πελεκούδια,</div><div>έκρυψε κούτσουρα ατόφια,</div><div>με τα φιλιά του έβαλε φύλλα</div><div>στο διαλυμένο εκείνο δέντρο,</div><div>τα σκόρπισε σε χίλια μέρη</div><div>και με τις ρίζες του βαδίζει.</div><div>Ετούτο ’δω είναι το δέντρο,</div><div>του λαού, των λαών του κόσμου,</div><div>της λευτεριάς και του αγώνα.</div><div><br></div><div>Κοίτα επάνω απ’ τα κλαριά του,</div><div>τις νέες άγγιξε αστραπές του,</div><div>στις φάμπρικες βύθισ’ το χέρι</div><div>εκεί που δένει ο καρπός του,</div><div>σκόρπα το φως του κάθε μέρα.</div><div>Τούτη τη γη παρ’ τη στα χέρια,</div><div>μπες στο χορό αυτής της λάμψης,</div><div>πάρ’ το ψωμί σου και το μήλο,</div><div>πάρ’ την καρδιά και τ’ άλογό σου</div><div>γίνε φρουρός στο σύνορό σου,</div><div>στην άκρη εκεί της φυλλωσιάς του.</div><div><br></div><div>Για τ’ άνθη πάλεψε που σβήνουν,</div><div>χώσου βαθιά στου εχθρού τις νύχτες,</div><div>βίγλισε της αυγής το στέμα,</div><div>ανάσανε το φως των άστρων,</div><div>βάστα το δέντρο αυτό, το δέντρο</div><div>στης γης το κέντρο, που ψηλώνει.</div><div><br></div><div>P. Neruda </div>Ψηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-6104179195894653315.post-6591030641744361712023-12-11T07:51:00.001+02:002023-12-11T07:51:32.988+02:00Αρχαία ζωγραφιά<div>Ζωγράφε, με της ιερής σου εικόνας</div><div>την ομορφιά, όλη νόημα, όλη φως,</div><div>αληθινά και αθέλητα σοφός,</div><div>ζωγράφισες τον κόσμο που διαβαίνει</div><div>ίδιος πάντα στων αιώνων τους αιώνας·</div><div><br></div><div>ιστόρισες την οικουμένη!</div><div>Σε πορφυρό μανδύα,</div><div>ω θάμπωμα του νου!</div><div>αγνή σαν ευωδία</div><div>των ρόδων τ’ ουρανού,</div><div><br></div><div>στο θρόνο με μαλλιά</div><div>χυτά ηλιοσταλαγμένα,</div><div>κρατάει στην αγκαλιά</div><div>τον Ιησού η Παρθένα.</div><div><br></div><div>Στα πόδια της μπροστά</div><div>ταπεινός ένας γέρνει</div><div>και μοσχοβολιστά</div><div>δώρα στον Κύριο φέρνει.</div><div><br></div><div>Και υψώνοντας αργά</div><div>η Παναγία το χέρι</div><div>τον άνθρωπο ευλογά</div><div>με γέλιο σαν αστέρι.</div><div><br></div><div>Και ολόφωτο αγγελούδι,</div><div>ψηλά απ’ τους μυστικούς</div><div>τους κόσμους με τραγούδι</div><div>που βλέπεις, δεν ακούς,</div><div>κατέβη, και βαστάει</div><div>στεφάνι από ακτίνες·</div><div><br></div><div>να στεφανώσει πάει</div><div>τη Δέσποινα μ’ εκείνες.</div><div>Κι από την άχραντη Μαριάμ που λάμπει στην πορφύρα,</div><div>κι από τον άγγελο, κι απ’ το θνητό, κι απ’ το Σωτήρα</div><div>θαρρείς πως βγαίνει μια φωνή και χύνεται στον αέρα:</div><div>— Δόξα εν Υψίστοις! Ένας Θεός γεννήθηκ’ εδώ πέρα!</div><div><br></div><div>Μα κοίτα! λίγο παραπέρα,</div><div>στην ίδια την εικόνα εκεί,</div><div>στην αύρα τη χαϊδευτική,</div><div>στον ήλιο τον υπέρξανθο, στην γελαστήν ημέρα,</div><div>απλώνετ’ ένα περιβόλι·</div><div><br></div><div>δέντρα, άνθη, χλόη, πουλιά, κλαδιά,</div><div>κελάηδισμα, δροσιά, ευωδιά,</div><div>ίσκιοι, νερά, φιλιά, φωλιές· αγάπη η φύση και όλη!</div><div>Και κάτου απ’ την πυκνή τη σκέπη</div><div>που πλέκει μια κληματαριά,</div><div><br></div><div>αφρόντιστο, σα να μη βλέπει</div><div>τίποτε γύρω, από καμιά μεριά,</div><div>εκεί που πλάι πλάι</div><div>πιο γλυκά η κιτριά μοσχοβολάει</div><div>και της βρυσούλας το νερό πιο μουσικά κυλιέται,</div><div><br></div><div>ένα ζευγάρι ερωτικό φιλιέται.</div><div>Και παραπέρα ακόμα,</div><div>στο λουλουδένιο στρώμα,</div><div>σιμά σε μιαν ελιά,</div><div>δυο άνθρωποι μιλούνε</div><div><br></div><div>για της ημέρας τη δουλειά,</div><div>και ξαποσταίνουν και γελούνε.</div><div>Κι άλλος εκεί παρέκει</div><div>συλλογισμένα στέκει</div><div>με μάτια καρφωμένα</div><div><br></div><div>κοιτάζοντας ολοένα</div><div>προς το τρεχάμενο νερό, μα δίχως να το νιώθει·</div><div>μέσα του κόσμος πλανερός,—ονείρατα, έγνοιες, πόθοι,—</div><div>χτυπιέται και βοΐζει,</div><div>κι αυτός τί θέλει δε γνωρίζει.</div><div><br></div><div>Κι ο ποιητής με τα όνειρά του,</div><div>και το ταιράκι με τον έρωτά του,</div><div>κι οι δυο δουλευτικοί λεβέντες</div><div>που την περνούν την ώρα με κουβέντες,</div><div>κι η πρασινάδα κι η γαλήνη</div><div><br></div><div>και ο μέγας ήλιος που με φως τα πάντα περιχύνει,</div><div>οι ανθοί, τα δέντρα, τα πουλάκια,</div><div>και με τα μουρμουρίσματα τα ρυάκια,</div><div>η θωριά του γραμμένου εκείνου τόπου</div><div>με σμαραγδιού τρεμόφεγγα και μαργαριταριού,</div><div><br></div><div>όλα, απ’ τ’ ανάσασμα του χορταριού</div><div>ώς το χτυπόκαρδο του ανθρώπου,</div><div>απ’ της ανήσυχης ψυχής τα ανήσυχα κοιτάματα,</div><div>ώς τη βοή των μελισσών απάνου στα λουλούδια,</div><div>η Φύση και όλη απάνου εκεί ζει μ’ έγνοιες, με πετάματα,</div><div><br></div><div>με ακτίνες, ευωδιές, φιλιά κι αγάπες και τραγούδια,</div><div>ριζώνει, περπατεί, μιλεί, σαλεύεται, δουλεύει,</div><div>όμως δε δείχνει τίποτε, δεν ξέρει, ουδέ υποπτεύει</div><div>ότι την ίδιαν ώρα εκείνη</div><div>εκεί κοντά, παράμερα, γεννήθη ένας Θεός,</div><div><br></div><div>που σαν εκείνο το φτωχό, που εμπρός του τώρα κλίνει,</div><div>θα σκύψει εμπρός του κόσμος και λαός,</div><div>κι ότι αγγελούδι θαυμαστό κατέβη απ’ τον αιθέρα</div><div>να στεφανώσει ενός Θεού την τρισαγία μητέρα!</div><div><br></div><div>Ζωγράφε με της ιερής σου εικόνας</div><div>την ομορφιά, όλη νόημα, όλη φως,</div><div>αληθινά και αθέλητα σοφός,</div><div>ζωγράφισες τον κόσμο που διαβαίνει</div><div>ίδιος πάντα· στων αιώνων τους αιώνας.</div><div>Ιστόρισες την οικουμένη!</div><div><br></div><div>Θεοί γεννιούνται και θεοί πεθαίνουν,</div><div>κι ανοιγοκλείνουν οι ουρανοί</div><div>κι από τη σκάλα του Ιακώβ ανεβοκατεβαίνουν</div><div>άγγελοι ωραίοι σαν αυγερινοί,</div><div>και με τη γη ανταμώνονται…</div><div><br></div><div>Μα πιο ψηλά από κείνους</div><div>κι από θαυμάτων αστραπές και μυστηρίων κρίνους</div><div>η Φύση νά! η αδιάφορη, η μεγάλη,</div><div>οπὄχει μύρια πρόσωπα, μύριες ψυχές και κάλλη,</div><div>αδιάκοπα παντοτινά</div><div>παντοτινόν αδιάκοπο τον άνθρωπο γεννά,</div><div><br></div><div>τον άνθρωπο που αδύνατος αντρειεύεται</div><div>και ψάχνει νά βρει τ’ άβρετο τυφλά,</div><div>και το πιθάρι της δουλειάς ιδρώνοντας κυλά</div><div>και του έρωτα μυρίζεται τ’ άνθος κι αναγαλλιάζει·</div><div>τον άνθρωπο που τους θεούς αλλάζει,</div><div>αλλά πιστεύει πάντοτε κι ελπίζει κι ονειρεύεται.</div><div><br></div><div>Κ. Παλαμάς</div>Ψηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-6104179195894653315.post-63333463970118185952023-11-29T19:30:00.000+02:002023-11-29T20:31:08.038+02:00Αλχημεία του πόνουΜε χίλιες φλόγες πάθους ο ένας σε φωτίζει,<div>ενώ βαρύ ο άλλος πένθος σου 'χει βάλει, ώ Φύση!</div><div>Στον έναν ό,τι λέει: "Η ζωή σου εσέ από σφρίγος σφύζει!</div><div><br></div><div>Άγνωστε 'Ερμή, που με βοηθάς, τις απειλές σου</div><div>και τις φοβέρες σου τις έμαθα, τις είδα!</div><div>Εσύ 'σαι αυτός που μ' έκανε ίδιο με τον Μίδα,</div><div>τον θλιβερότερον απ' τους αλχημιστές σου.</div><div><br></div><div>Σύ φταίς που κάνω μπρούντζο το χρυσό λογάρι</div><div>και τον παράδεισο της κόλασης πατάρι•</div><div>ό,τι έχει των νεφών το σάβανο να φάγει</div><div>στο φως το βγάνω και είναι εράσμϊο κουφάρι•</div><div>στα δε επουράνια ρείθρα και στα σιέλ τενάγη</div><div>από τα χέρια μου βλογιούνται σαρκοφάγοι.</div><div><br></div><div>C. Baudelaire</div>Ψηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-6104179195894653315.post-72274742475182285112023-11-17T10:15:00.002+02:002023-11-17T10:18:06.119+02:00Έμμονη ιδέα Σαν τους καθεδρικούς ναούς σας τρέμω εγώ,<div>βαθύσκια δάση - στριγγλάτε σαν αρμόνια.</div><div>Αιώνια πένθη κλαίνε και δονούν τις</div><div>κατάρατες ψυχές μας,</div><div>όπου ρόγχοι απ' τα παλιά μια φράση αρθρώνουν,</div><div>και τους απαντούν αντίλαλοι από De profundis.</div><div><br></div><div>Μισώ σε, Ωκεανέ - ναι! Ταραχή, αντιμάμαλα,</div><div>πατάγους το πνεύμα μου τα συναντάει κι εντός του•</div><div>τις δε καταστάσεις του νικημένου ανθρώπου,</div><div>με τους θρήνους και τις ύβρεις του άγους,</div><div>τ' αφτί μου τις ακούει και στο γριφώδες γέλιο της θαλάσσης.</div><div><br></div><div>Πως μ' ετερπές, ω Νύχτα! - </div><div>ιδίως δίχως τ' άστρα: αυτά τα σκεύη του φέγγους,</div><div>που το φως τους γλώσσα απ' όλους νοητή μιλάει...</div><div>Ο νους μου το κενό, το μαύρο και το αστόλιστο ζητάει!</div><div><br></div><div>Μα ενδύματα δεν είναι μήπως και φορέματα τα ερέβη;</div><div>Είναι όντως, ναι! - </div><div>και ντύνουν ό,τι απ' των ματιών μου τις πομόνες πετιέται,</div><div>που 'χε μες σε οικείου βλέμματος πεθάνει εικόνες.</div><div><br></div><div>C. Baudelaire </div>Ψηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-6104179195894653315.post-17464022230595276112023-11-13T10:35:00.002+02:002023-11-13T10:35:35.806+02:00Ηφαίστειος λόγοςΚύμα σπασμωδικό σκάει ο λόγος<div>στην άσπρη αμμουδιά της σελίδας</div><div>εκρήγνυται στα βράχια της σιωπής</div><div>και μαζεύει η μνήμη λέξεων αφρούς</div><div>ν' ανασυντάξει το ρυθμό της θάλασσας.</div><div><br></div><div>Σπάει το απόστημα μιας φουρτούνας</div><div>που δεν βρήκε κρατήρα να τιναχθεί</div><div>να φτύσει τον ουρανό στο πρόσωπο</div><div>να χύσει στο χαρτί την πύρινη λάβα.</div><div><br></div><div>Μαύρη προφητεία, πίσσα απ' το στόμα</div><div>θα κάψει την ακοή έως τα γάγγλια</div><div>θα φράξει τη ροή των σκέψεων</div><div>θα πνίξει στα σπάργανα τις ιδέες</div><div><br></div><div>η απόγνωση θα πηδήξει στην άβυσσο.</div><div><br></div><div>W. Puchner<br></div>Ψηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-6104179195894653315.post-66579474610691114862023-11-09T19:28:00.002+02:002023-11-09T19:29:15.076+02:00Tρώγοντας ποίηση<div>Μελάνι τρέχει από τις γωνίες του στόματός μου.</div><div>Δεν υπάρχει ευτυχία σαν τη δική μου.</div><div>Τρώω ποίηση. Διαρκώς.</div><div>Η βιβλιοθηκάριος δεν πιστεύει στα μάτια της.</div><div>Τα μάτια της είναι λυπημένα</div><div>και περπατάει με τα χέρια στο φόρεμά της.</div><div>Τα ποιήματα έφυγαν.</div><div>Το φως είναι αμυδρό.</div><div>Τα σκυλιά είναι στις σκάλες του υπογείου και ανεβαίνουν.</div><div>Οι βολβοί του ματιού τους ρολάρουν</div><div>τα ξανθά πόδια τους φλέγονται σαν φρύγανα</div><div>Η καημένη η βιβλιοθηκάριος αρχίζει να </div><div>χτυπά κάτω τα πόδια της και να κλαίει.</div><div>Δεν καταλαβαίνει.</div><div>Όταν πέφτω στα γόνατά μου και γλείφω τα χέρια της,</div><div>ουρλιάζει.</div><div><br></div><div>M. Strand</div>Ψηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-6104179195894653315.post-2886084780447400632023-10-29T08:50:00.004+02:002023-10-29T08:58:29.648+02:00 Ο Θεός του Πολέμου<div>Είδα τον παλιό θεό του πολέμου να στέκει</div><div>μέσα σ’ ένα βάλτο ανάμεσα σε μια χαράδρα </div><div>κι ένα βράχινο τοίχο.</div><div>Βρωμούσε τζάμπα μπίρα και φορμόλη </div><div>και σ’ εφήβους έδειχνε τα αχαμνά του,</div><div>γιατί τον είχαν ξανανιώσει κάποιοι προφεσόροι. </div><div>Διακήρυχνε με τη βραχνή φωνή του λύκου </div><div>τον έρωτά του για καθετί νεαρό.<br></div><div>Δίπλα του στεκόταν μια έγκυος γυναίκα κι έτρεμε.</div><div>Κι αδιάντροπα συνέχιζε το κήρυγμά του, </div><div>όπου τον εαυτό του παρουσίαζε<br></div><div>σαν τον μεγάλο άνθρωπο της τάξης. </div><div>Και περιέγραφε το πως παντού έβαζε στους αχυρώνες </div><div>τάξη αδειάζοντάς τους.<br></div><div>Η φωνή του πότε ήτανε δυνατή και πότε σιγανή, </div><div>πάντα βραχνή όμως.</div><div>Με δυνατότερη φωνή μιλούσε </div><div>για τις μεγάλες εποχές που θα ‘ρθουν</div><div>και με τη σιγανότερη φωνή δίδασκε τις γυναίκες </div><div>πώς να μαγειρεύουν γλάρους και κοράκια.</div><div>Την ίδια ώρα η πλάτη του ανήσυχη ήταν κι </div><div>όλο πίσω γυρνούσε να κοιτάξει,<br></div><div>λες και φοβόταν κάποια μαχαιριά.<br></div><div>Και κάθε πέντε λεπτά βεβαίωνε το κοινό του </div><div>πως θα τους πάρει πολύ λίγο από το χρόνο τους.<br></div><div><br></div><div>B. Brecht </div>Ψηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-6104179195894653315.post-80140573513542795192023-10-28T00:39:00.001+03:002023-10-28T00:39:52.059+03:00Όρια<div>Από τούτους τους δρόμους<br></div><div>πού μπλαβίζουνε το δείλι</div><div>ένας θα είναι (δεν ξέρω ποιος)</div><div>πού θα τον έχω κιόλας διαβεί</div><div>στερνή φορά,</div><div>αδιάφορος και ανυποψίαστος,</div><div>παραδομένος.</div><div><br></div><div>Σʼ αυτόν πού ορίζει άτεγκτες νόρμες</div><div>κιʼ ένα κρυφό και άκαμπτο ζύγι</div><div>για τις σκιές, τα όνειρα</div><div>και τις μορφές</div><div>πού κεντάνε το υφάδι</div><div>τούτης της ζωής.</div><div><br></div><div>Αν για όλα υπάρχει όριο</div><div>και μέτρο</div><div>και ύστατη φορά</div><div>και το όχι πλέον</div><div>και λησμοσύνη</div><div>ποιος θα μας πει, ποιόν,</div><div>σʼ αυτό το σπίτι</div><div>αποχαιρετίσαμε</div><div>χωρίς να το ξέρουμε;</div><div><br></div><div>Απʼ το μαβί το παράθυρο</div><div>η νύχτα σέρνεται</div><div>κι από το σωρό τα βιβλία</div><div>πού μια κολοβωμένη σκιά</div><div>απλώνεται στο θαμπό</div><div>το τραπέζι,</div><div>θα βρίσκεται κάποιο</div><div>πού ποτέ δε θα διαβάσουμε.</div><div><br></div><div>Υπάρχουνε στο νότο</div><div>κάτι παραπάνω</div><div>από αυλόπορτες</div><div>ξεχαρβαλωμένες</div><div>με τις χτισμένες υδρίες</div><div>και τους χλωρούς κάκτους</div><div>πού το έμπα</div><div>μού κλείνουν</div><div>σαν ναʼ τανε λιθογραφίες.</div><div><br></div><div>Μια πόρτα τη σφάλισες</div><div>για πάντα</div><div>κιʼ ένας καθρέφτης</div><div>μάταια σε περιμένει..</div><div>το σταυροδρόμι</div><div>σού φαίνεται ορθάνοιχτο</div><div>μα το βιγλίζει,</div><div>τετραπρόσωπος, Ιανός.</div><div><br></div><div>Σε όλες σου τις μνήμες</div><div>υπάρχει μια</div><div>πού ανεπίστρεπτα χάθηκε…</div><div>δεν θα σε δούνε</div><div>σʼ αυτή την κρήνη</div><div>να γέρνεις</div><div>ούτε ο ήλιος ο λευκός</div><div>ούτε το κίτρινο φεγγάρι.</div><div><br></div><div>Δε θα ξαναπιάσει το στόμα σου</div><div>αυτό πού είπε ο πέρσης</div><div>στη γλώσσα του</div><div>από πουλιά και τριαντάφυλλα</div><div>όταν το σούρουπο,</div><div>πριν το λίγνεμα του ήλιου,</div><div>θελήσεις να πείς</div><div>πράγματα αλησμόνητα.</div><div><br></div><div>Και ο ασταμάτητος Ροδανός</div><div>και η λίμνη,</div><div>όλο τούτο το χθεσινό</div><div>στο ποιό απόψε σκύβω;</div><div>Το ίδιο χαμένα θαʼ ναι</div><div>όπως η Καρχηδόνα</div><div>πού οι λατίνοι τη ξέκαναν</div><div>με φωτιά κιʼ αλάτι.</div><div><br></div><div>Την αυγή ψυχανεμίζομαι</div><div>το ανακατωμένο σούσουρο</div><div>του πλήθους πού αλαργεύει…</div><div>είναι αυτοί πού με πόθησαν,</div><div>κιʼ αυτοί πού με ξέχασαν..</div><div>χώρος και χρόνος</div><div>κιʼ ο Μπόρχες</div><div>κιόλας με αφήνουν.</div><div><br></div><div>J. Borges</div>Ψηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-6104179195894653315.post-66141920789198400102023-10-25T00:01:00.000+03:002023-10-25T00:00:59.964+03:00Στα ψηλά των παραδείσων<div>Το σπιτάκι που σου έχτισα,<br></div><div>μάγος, για να κατοικείς,</div><div>κι αυτό ακόμα —πώς το γνοιάζομαι!—</div><div>τάφος είναι σου βαρύς.</div><div>Όμως, ω ψυχούλα υπέρλευκη,</div><div>μη μου παραπονεθείς·</div><div>στα ψηλά των παραδείσων</div><div>όλο ψάχνω· και θα ιδείς.</div><div>Ψάχνω, και το περιμένω·</div><div>Θα βρω μες στα τρίστρατα των ήλιων</div><div>σπίτι υπέρλευκο που αϊτοί</div><div>δεν τ’ αγνάντεψαν, και μόνο</div><div>τα μεγάλα Οράματα το γγίζουν·</div><div>και θα σε θρονιάσω εκεί.</div><div><br></div><div>Κ. Παλαμάς </div>Ψηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-6104179195894653315.post-64094621325041911892023-10-23T09:47:00.005+03:002023-10-23T09:53:18.751+03:00Ας μη μετρήσουμε<div>Ας μην καθίσουμε να μετρήσουμε </div><div>ποιανού δάκρυα ήταν πιο ζεστά. </div><div>Μπορεί πιο ζεστά να 'ναι κείνα </div><div>που δεν χύθηκαν ακόμη. </div><div><br></div><div>Ας μην καθίσουμε να ρωτήσουμε </div><div>ποιο αίμα ήταν πιο κόκκινο. </div><div>Μπορεί πιο κόκκινο να 'ναι </div><div>κείνο που πρόκειται να χύθει.</div><div><br></div><div>Ας μη ρωτήσουμε να μάθουμε </div><div>ποιανού ιδρώτας ήταν πιο καυτός. </div><div>Όλοι οι ιδρώτες έχουν τη γέψη </div><div>που 'χουν τα δάκρυα.</div><div><br></div><div>Λοιπόν… </div><div>Ας μην πνιγόμαστε στους ορισμούς. </div><div>Στις χρονικές και κτητικές αντωνυμίες.</div><div>(“Σήμερα”... “Χτες”... “Αύριο”...)</div><div>Κλάψαμε χτες στην Αφρική </div><div>με τα βασανισμένα μάτια των νέγρων.</div><div>Κι αύριο θα κλάψουμε στη Σαϊγκόν </div><div>με τα οργισμένα μάτια των Βιετναμέζων. </div><div>Αύριο μπορεί να πέσουμε στο Κονγκό </div><div>ή να ιδρώσουμε στην Κούβα.</div><div><br></div><div>Γιατί είμαστε από κείνους </div><div>που ιδρώνουνε, πεθαίνουνε και κλαίνε </div><div>σε κάθε κορμί που ιδρώνει και κλαίει. </div><div>Κρυώνουμε σήμερα στη ζούγκλα. </div><div>Ιδρώνουμε αύριο στον Αρκτικό.</div><div><br></div><div>Το κορμί μας είναι ένας πλανήτης.</div><div>Με όλα μαζί τα κλίματα. </div><div>Πόνεσε, κλάψε, πείνα. </div><div>Μόνο μην κάνεις τον άλλον </div><div>να πονέσει και να πεινά. </div><div>Κι εσύ φημισμένε, εσύ δοξασμένε, </div><div>εσύ δυνατέ… ένα μόνο ξέρε: </div><div>πως όσο ψηλά κι αν ανέβεις, </div><div>ποτέ δε θα φτάσεις στον μπόι των χαμηλών </div><div>που θυσιάστηκαν για ψηλά πράγματα!</div><div><br></div><div>Μ. Λουντέμης</div>Ψηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-6104179195894653315.post-30536731819658100502023-10-20T21:29:00.001+03:002023-10-20T21:29:39.052+03:00Ένα ασήμαντο πουλίΕυχόμουν κείνο το πουλί να πάει πιο πέρα·<div>να μη λαλεί μπροστά στο σπίτι μου ολημέρα.</div><div><br></div><div>Νοιώθοντας την υπομονή μου όλο πιο λίγη</div><div>χτύπησα τέλος τις παλάμες για να φύγει.</div><div><br></div><div>Μα τέτοιο πράμα εγώ να κάνω, τέτοιο πράμα!</div><div>Έφταιγε αυτό για τη φωνητική του γκάμα;</div><div><br></div><div>Σίγουρα κατιτί δεν πάει καλά μ’ εμένα</div><div>να διώχνω κάποιον που σφυρίζει ευτυχισμένα…</div><div><br></div><div>R. Frost</div>Ψηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-6104179195894653315.post-45662604172372737212023-10-19T10:37:00.001+03:002023-10-19T10:37:25.665+03:00Μην κατηγορείτε κανέναν<p dir="ltr" id="docs-internal-guid-bb1df679-7fff-8797-2ed7-5a5979293065">Ποτέ μην παραπονεθείτε για κανέναν ή οτιδήποτε άλλο<br>Γιατί ουσιαστικά<br>Έχετε κάνει ό, τι θέλετε στη ζωή σας.<br>Αποδεχτείτε τη δυσκολία του εαυτού σας<br>Και το κουράγιο να αρχίσετε να διορθώνετε τον εαυτό σας.<br>Ο αληθινός θρίαμβος<br>Αυξάνεται από τις στάχτες του λάθους του.</p><p dir="ltr">Ποτέ μην παραπονεθείτε για τη μοναξιά σας ή την τύχη σας<br>Αντιμετωπίστε το με θάρρος και αποδεχτείτε το.<br>Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι το αποτέλεσμα των ενεργειών σας<br>Και αποδεικνύει ότι πρέπει πάντα να κερδίζετε.</p><p dir="ltr">Μην είστε πικροί για τη δική σας αποτυχία<br>Μην το φορτίζετε σε άλλο.<br>Αποδεχτείτε τώρα ή θα συνεχίσετε<br>Δικαιολογώντας τον εαυτό σας σαν παιδί.<br>Θυμηθείτε ότι οποιαδήποτε στιγμή<br>είναι καλό να ξεκινήσεις<br>και ότι κανείς δεν είναι τόσο τρομερό να τα παρατήσουμε.<br>Μην ξεχνάτε ότι η αιτία του δώρου σας είναι το παρελθόν σας.<br>ακριβώς όπως η αιτία του μέλλοντός σας θα είναι το δώρο σας</p><p dir="ltr">Μάθετε από τους τολμηρούς, από τους δυνατούς.<br>Από αυτούς που δεν δέχονται καταστάσεις,<br>Ποιος θα ζήσει παρά τα πάντα.<br>Σκεφτείτε λιγότερο για τα προβλήματά σας<br>Και περισσότερα στη δουλειά σας<br>και οι λύσεις θα έρθουν να σας συναντήσουν μόνοι τους.</p><p dir="ltr">Μάθετε να γεννιούνται από πόνο<br>Και για να είμαι μεγαλύτερος<br>παρά το μεγαλύτερο εμπόδιο<br>Κοιτάξτε στον καθρέφτη του εαυτού σας και θα είστε ελεύθεροι και δυνατοί<br>Και θα σταματήσετε να είστε μαριονέτα των περιστάσεων<br>Επειδή εσείς οι ίδιοι είστε ο αρχιτέκτονας του πεπρωμένου σας.</p><p dir="ltr">Σηκωθείτε και κοιτάξτε τον ήλιο το πρωί<br>Και αναπνεύστε το φως της αυγής.<br>Είστε μέρος της δύναμης της ζωής.<br>Τώρα ξυπνήστε, πολεμήστε, περπατήστε, αποφασίστε<br>Και έτσι θα πετύχετε στη ζωή.<br>Ποτέ μην σκεφτείτε την τύχη, γιατί η τύχη είναι<br>το πρόσχημα των αποτυχιών.</p>P. NerudaΨηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-6104179195894653315.post-4692922015530219292023-10-17T14:55:00.003+03:002023-10-17T15:15:33.927+03:00Το τελευταίο ποίημα<div><div>Σʼ έχω τόσο πολύ ονειρευτεί ,<br>Έχω τόσο πολύ βαδίσει ,τόσο πολύ μιλήσει ,<br>Τόσο πολύ αγαπήσει τη σκιά σου ,<br>Που δε μου μένει πια τίποτε από σένα .<br>Μου μένει να είμαι η σκιά μες στις σκιές<br>Να είμαι εκατό φορές πιο σκιά κι απʼ τη σκιά<br>Να είμαι η σκιά που θα έρθει και θα ξαναρθεί<br>μέσα στην ηλιοφώτιστη ζωή σου .<br></div></div><div><br></div><div>R. Desnos </div>Ψηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-6104179195894653315.post-82119108853707077132023-10-08T16:01:00.002+03:002023-10-08T16:06:13.932+03:00Ας κάνουμε μια συμφωνία<div>Σύντροφε, ξέρεις ότι μπορείς να υπολογίζεις σε μένα </div><div>όχι δύο ή ακόμα και δέκα, </div><div>αλλά να υπολογίζεις σε μένα.</div><div><br></div><div>Αν παρατηρήσετε ποτέ ότι κοιτάζω τα μάτια σας </div><div>και μια φλέβα της αγάπης φαίνεται από μένα </div><div>μην προειδοποιήσετε τα τουφέκια σας </div><div>ή σκεφτείτε το παραλήρημα παρά της φλέβας </div><div>ή ίσως γιατί μπορείτε να υπολογίζετε σε μένα.</div><div><br></div><div>Αν άλλοτε με βρήκες θορυβώδες χωρίς λόγο, </div><div>μην σκεφτείς πόσο τεμπέλικα μπορείς να υπολογίσεις σε μένα.</div><div><br></div><div>Αλλά ας κάνουμε μια συμφωνία, </div><div>θα ήθελα να σας κρατάω. </div><div>Είναι τόσο ωραίο να γνωρίζεις ότι υπάρχεις, </div><div>αισθάνεσαι ζωντανός και όταν το λέω αυτό, </div><div>θέλω να πω ακόμα κι αν είναι δύο, ακόμα κι αν είναι πέντε, </div><div>όχι για να έρχεσαι βιαστικά στην βοήθειά μου </div><div>αλλά για να γνωρίζεις σίγουρα ότι ξέρεις </div><div>ότι μπορείς να υπολογίζεις σε μένα.<br></div><div><br></div><div>M. Benedetti<br></div>Ψηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-6104179195894653315.post-32352041179811228882023-10-04T09:57:00.005+03:002023-10-04T10:11:29.416+03:00Οι καμπάνες της ελευθερίας<div>Πέρα μακριά ανάμεσα στο λιόγερμα</div><div>Και την πένθιμη κωδωνοκρουσία του μεσονυχτιού</div><div>Λουφάξαμε στο σπίτι</div><div>Σαν ακούσαμε τη βροντή του κεραυνού</div><div>Καθώς αστροπελέκια μαγικά</div><div>Άπλωσαν σκιές στους ήχους</div><div>Κι ήταν σαν ν’ άκουγες πίσω απ’ τους τοίχους</div><div>Ν’ αστράφτουν της ελευθερίας οι καμπάνες</div><div>Ν’ αστράφτουν για τους πολεμιστές</div><div>Που το σθένος τους είναι τον πόλεμο να αρνηθούν</div><div>Ν’ αστράφτουν για τους φυγάδες που τον δρόμο τον άοπλο τραβούν</div><div>Ν’ αστράφτουν για τους στρατιώτες που δεν θέλουν</div><div>Να σκοτώσουν μήτε να σκοτωθούν</div><div>Κι εμείς κοιτούσαμε της ελευθερίας τις καμπάνες</div><div>Ν’ ακτινοβολούν</div><div><br></div><div>Μες στης πόλης το καμίνι</div><div>Να κοιτάμε είχαμε μείνει</div><div>Με πρόσωπα κρυμμένα ενώ έσφιγγαν οι τοίχοι</div><div>Και του γάμου οι καμπάνες</div><div>Χάνονταν καθώς πύκνωναν της βροχής οι ήχοι</div><div>Κι έλιωναν μες στις καμπάνες της αστραπής</div><div>Που σήμαιναν για τον άσωτο, για τον παρία της Ζωής</div><div>Για τον εξεγερμένο, για τον παρατημένο</div><div>Για τον ταπεινό, τον καταφρονεμένο</div><div>Για τον κατατρεγμένο, για τον κυνηγημένο</div><div>Ναι, γι’ αυτούς τώρα οι κωδωνοκρουσίες θ’ ακουστούν</div><div>Κι εμείς κοιτούσαμε της ελευθερίας τις καμπάνες</div><div>Ν’ ακτινοβολούν</div><div><br></div><div>Και μες στο τρελό σφυροκόπημα απ’ το άγριο χαλάζι</div><div>Ο ουρανός θαρρείς γυμνός</div><div>Άρχισε ποιήματα να γράψει και να ουρλιάζει</div><div>Για το πώς οι καμπάνες απ’ την εκκλησιά</div><div>Δεν ακούγονται πια</div><div>Κι ακούγονται οι καμπάνες απ’ τ’ αστροπελέκια μοναχά</div><div>Να χτυπάνε για τον ευγενικό</div><div>Να χτυπάνε για τον καλό</div><div>Να χτυπάνε γι’ αυτούς που προστατεύουν το μυαλό</div><div>Και για τον Ζωγράφο τον λεύτερο</div><div>Που περιμένει τους καλούς καιρούς να ’ρθουν</div><div>Κι εμείς κοιτούσαμε της ελευθερίας τις καμπάνες</div><div>Ν’ ακτινοβολούν.</div><div><br></div><div>Μες στο άγριο καθεδρικό βράδυ</div><div>Η βροχή να λέει ιστορίες στο σκοτάδι</div><div>Γι’ απογυμνωμένες απρόσωπες μορφές</div><div>Για γλώσσες που δεν έχουνε μιλιές</div><div>Για συμβάσεις, για τετελεσμένες καταστάσεις</div><div>Κι οι καμπάνες να ηχούν για τους κουφούς</div><div>Για τους τυφλούς, για τους μουγκούς</div><div>Για τους αδικημένους</div><div>Για τους παραγκωνισμένους</div><div>Για τις μανάδες που απόμειναν μόνες</div><div>Για τις ξεπεσμένες πόρνες</div><div>Για τους παράνομους που άγρια τους κυνηγούν</div><div>Κι εμείς κοιτούσαμε της ελευθερίας τις καμπάνες</div><div>Ν’ ακτινοβολούν.</div><div><br></div><div>Κι αν ένα σύννεφο λευκό φάνηκε ξαφνικά</div><div>Στου ουρανού του μαύρου μιαν απόμακρη γωνιά</div><div>Και μια υπνωτική ομίχλη απλωνότανε αργά</div><div>Το ηλεκτρισμένο φως εκτόξευε ακόμη βέλη</div><div>Αλλά μονάχα γι’ αυτούς που περιπλανιούνται</div><div>Και κρύβονται στα έλη</div><div>Γι’ αυτούς που αναζητούν</div><div>Και το αμίλητο μονοπάτι ακολουθούν</div><div>Για τους εραστές τους μοναχικούς</div><div>Που απ’ τον έρωτα έμελλε πολύ να λαβωθούν</div><div>Για κάθε άκακη και τρυφερή ψυχή</div><div>Που αναίτια σαπίζει μες στη φυλακή</div><div>Για όσους έλαχε δίχως να πληγώσουνε να πληγωθούν</div><div>Κι εμείς κοιτούσαμε της ελευθερίας τις καμπάνες</div><div>Ν’ ακτινοβολούν.</div><div><br></div><div>Με βλέμμα ονειροπόλο και χείλη να γελούν</div><div>Σαν αναθυμάμαι πώς είχαμε μαζευτεί</div><div>Δίχως οι ώρες να κυλάνε γιατί είχαν μαγευτεί</div><div>Κι ακούγαμε για ύστατη φορά</div><div>Και ρίχναμε μια τελευταία ματιά</div><div>Σαγηνεμένοι</div><div>Αφημένοι</div><div>Ώσπου οι καμπάνες να σταματήσουν να χτυπούν</div><div>Ναι, να χτυπούν για κείνους που πονούν</div><div>Για τους αναρίθμητους σαστισμένους, συγχυσμένους</div><div>Βασανισμένους, ταλαιπωρημένους</div><div>Για όλους τους κρεμασμένους</div><div>Για κείνους που οι λαβωματιές τους</div><div>Δεν μπορούν να γιατρευτούν</div><div>Κι εμείς κοιτούσαμε της ελευθερίας τις καμπάνες</div><div>Ν’ ακτινοβολούν.</div><div><br></div><div>B.Dylan</div>Ψηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-6104179195894653315.post-71971904298382435362023-09-26T17:56:00.001+03:002023-09-26T17:56:06.809+03:00Ποτέ πιαΠοτέ πια.<div>Ποτέ πια δε θα ξαναβρεθώ εκεί κάτω.</div><div>Και ποτέ δε θα σταθώ βουβός -</div><div>μπρος στο φώσφορο μιας λίμνης.</div><div>Και δε θα δροσιστώ ποτέ</div><div>απ´τις βεντάγιες των φοινίκων -</div><div>που αερίζουν τ´άστρα σου.</div><div><br></div><div>Ποτέ πια .</div><div>Γιατί δυο ταξίδια τόσο μακρινά</div><div>- σε μια ζωή, τόσο μικρή ζωή -</div><div>είναι πολύ, πολύ - κι εγώ</div><div>δεν έχω καιρό.</div><div>Όσα χρόνια μου ´μειναν, τα ´κανα βιβλία.</div><div>Τώρα δε μου μένει</div><div>παρά να μεν τα προδώσω.</div><div><br></div><div>Όμως...</div><div>Αν έρθει κάποιος και μου πει</div><div>(αν με ξυπνήσει κάποιος τη νύχτα</div><div>και μου πει): <<Το ποτάμι!...</div><div>Το ποτάμι της Ταν-Χουά,</div><div>το μελωμένο κείνο ποτάμι</div><div>που έπαιζαν ξυπόλυτα τα παιδάκια,</div><div>το γέμισαν αίματα, Κείνοι -</div><div>που δεν αγαπούν τα παιδιά>>...</div><div>τότε εγώ όπου και να ´μαι...</div><div>όση νύχτα κι αν με βαραίνει,</div><div>όσα γηρατειά,</div><div>όση λύπη κι αν κλείνω μέσα μου,</div><div>όση βαρυθυμιά,</div><div>θα την πετάξω!</div><div>Και θα πάρω το δρόμο για την Ταν-Χουά</div><div>για να διώξω με ουρλιαχτά - Κείνους</div><div>που ματώνουν τα παιδικά ποτάμια!</div><div><br></div><div>Μ. Λουντέμης</div>Ψηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-6104179195894653315.post-8299566544740163032023-09-24T21:03:00.002+03:002023-09-24T21:04:46.407+03:00Το μόνο που ξέρω<div>Το μόνο που ξέρω είναι αυτό: τα κοράκια με φιλούν στο στόμα,</div><div>οι φλέβες εδώ έχουν μπλεχτεί,</div><div>η θάλασσα είναι φτιαγμένη από αίμα.</div><div><br></div><div>Το μόνο που ξέρω είναι αυτό: τα χέρια απλωμένα,</div><div>τα μάτια μου είναι κλειστά, τα αυτιά μου είναι κλειστά,</div><div>ο ουρανός αρνείται την κραυγή μου.</div><div><br></div><div>Το μόνο που ξέρω είναι αυτό: όνειρα στάζουν τα ρουθούνια μου</div><div>τα λαγωνικά μας ξερογλείφουν, οι ανόητοι χασκογελούν,</div><div>το ρολόι χτυπώντας μετράει τους νεκρούς.</div><div><br></div><div>Το μόνο που ξέρω: τα πόδια μου είναι μια λύπη εδώ πέρα,</div><div>τα λόγια μου είναι λιγότερα από τα κρίνα,</div><div>τα λόγια μου τώρα έχουν πήξει σαν αίμα</div><div>τα κοράκια φιλούν το στόμα μου.</div><div><br></div><div>C. Bukowski<br></div>Ψηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-6104179195894653315.post-27742364557695851992023-09-23T09:55:00.001+03:002023-09-23T09:55:09.779+03:00ΥστερόγραφοΗ διαθήκη μου πριν διαβαστεί<div>-καθώς διαβάστηκε-</div><div>ήταν ένα ζεστό άλογο ακέραιο.</div><div>Πριν διαβαστεί</div><div>όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν</div><div>αλλά σφετεριστές καταπάτησαν τα χωράφια.</div><div><br></div><div>Η διαθήκη μου για σένα και για σε</div><div>χρόνια καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα</div><div>από γραφιάδες πονηρούς συμβολαιογράφους.</div><div><br></div><div>Αλλάξανε φράσεις σημαντικές </div><div>ώρες σκυμμένοι πάνω της με τρόμο</div><div>εξαφανίσανε τα μέρη με τους ποταμούς</div><div>τη νέα βουή στα δάση</div><div>τον άνεμο τον σκότωσαν -</div><div>τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα</div><div>ποιός είναι αυτός που πνίγει.</div><div>Κι εσύ λοιπόν</div><div>στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις</div><div>από φωνή</div><div>από τροφή</div><div>από άλογο</div><div>από σπίτι</div><div>στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος:</div><div><br></div><div>Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.</div><div><br></div><div>Μ. Κατσαρός</div>Ψηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-6104179195894653315.post-80224310505888705562023-09-21T22:12:00.002+03:002023-09-22T06:45:58.667+03:00Βογκήστε μαζί μαςΒογκήστε μαζί μας.<div>Γιατί εμείς είμαστε λίγοι</div><div>Κι είναι πολλοί κείνοι</div><div>που μας κάνουν να βογκούμε.</div><div><br></div><div>Φωνάξτε μαζί μας</div><div>γιατί η φωνή μας είναι μικρή</div><div>και δε φτάνει ως τις φάρμες της Καλιφόρνιας</div><div>όπου το μπαμπάκι είναι μπόλικο</div><div>για να βουλώσουν τ´αυτιά τους.</div><div><br></div><div>Εμείς... το πε´ κι ο Μακρυγιάννης,</div><div><<ο θεός μάς ηθέλησεν ολίγους>>, </div><div>ίσα ίσα μια καραβιά ναυαγούς.</div><div>Ίσα ίσα μια ομοβροντία</div><div>για τα εκτελεστικά τους αποσπάσματα.</div><div><br></div><div>Φωνάξτε λοιπόν μαζί μας</div><div>σ' άγριο κοντσέρτο θυμού</div><div>γιατί εμείς -μόνοι μας-</div><div>φωνάξαμε πολύ μες στους αιώνες</div><div>και βράχνιασε η φωνή μας.</div><div><br></div><div>Φωνάξτε!</div><div>Γιατί υπάρχει φόβος -ο Τύραννος-</div><div>μην ακούοντας τη φωνή μας</div><div>να νόμισε πως αγαπήσαμε το ζυγό μας.</div><div>Γιατί είναι ξένος αυτός τύραννος και δεν ξέρει</div><div>πως του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει.</div><div><br></div><div>Φωνάξτε λοιπόν μαζί μας.</div><div>Φωνάξτε για σας και για μας.</div><div>Γιατί η σημαία του Τρόμου υψώθηκε</div><div>και στα δικά σας κάστρα</div><div>και το βόλι ξέφυγε απ´ την κάννη του.</div><div><br></div><div>Φωνάξτε εσείς. Γιατί εμείς</div><div>έτσι και αλλιώς θα φωνάζουμε.</div><div>Κι αν δεν πάρουμε απόκριση,</div><div>θα σύρουμε φωνή προς τα πίσω.</div><div><br></div><div>Θα σημάνουμε πρόσκληση</div><div>στους νεκρούς της Ιστορίας μας</div><div>και θα βογκήξουν τα κόκκαλα του Μαραθώνα,</div><div>και τ´ατίθασα νερά της Σαλαμίνας</div><div>θ' ανεμίσουν τις χαίτες τους.</div><div><br></div><div>Και τότε... ας ντραπούν οι ζωντανοί.</div><div>Ας ντραπούν οι ζωντανοί</div><div>που υποχρέωσαν τους νεκρούς</div><div>να πεθάνουν δυο φορές</div><div>για την ίδια Λευτεριά.</div><div><br></div><div>Μ. Λουντέμης</div>Ψηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-6104179195894653315.post-56351412958594567852022-12-11T22:13:00.004+02:002022-12-12T23:05:21.537+02:00Η Χώρα των ΟνείρωνΣε ρότα βάδιζα θαμπή, μοναχική,<br />π' άρρωστοι αγγέλοι τη στοιχειώνουν μόνο,<br />π' αυτό το Είδωλο, που ΝΥΧΤΑ λένε, εκεί,<br />σε μαύρο, καθισμένο βασιλεύει, θρόνο,<br />και στα εδάφη πρόσφατα έφτασα τούτα,<br />στης Θούλης, την απόλυτη θολούρα<br />με τον παράξενο καιρό, που κείται,<br />εκτός Τόπου και Χρόνου και λικνείται.<br />Βάλτοι απύθμενοι κι απέραντα λαγκάδια,<br />σπηλιές και βάραθρα και των Τιτάνων δάση,<br />με κορυφές oπού κανείς γήινος δε θα φτάσει<br />με την αχλύ που πιτσιλά παντού σκοτάδια,<br />υπεραιώνια βουνά, σε θάλασσες δίχως ακτές,<br />Θάλασσες άγριες, οπού μοχτούν κι αυτές<br />με βιά να απλώσουνε στους ουρανούς φωτιές,<br />λίμνες π' απλώνουν άπνοα, τα έρημα νερά τους,<br />-έρημα και νεκρά- τα έρημα νερά τους,<br />-ψυχρά κι ασάλευτα- γιομάτα χιόνι<br />που γονατάει τ' άνθη και τα λυώνει.<br />Περ' απ' τις λίμνες που απλώνουν τα νερά τους,<br />-έρημα και νεκρά- τα λυπημένα τα νερά τους,<br />-θλιμμένα και ψυχρά- γιομάτα χιόνι<br />που γονατάει τ' άνθη και τα λυώνει,<br />περ' από κείνα τα βουνά, στον ποταμό ανάντα<br />που μουρμουρίζει σιγαλά, που μουρμουρίζει πάντα,<br />περ', απ' τη γκρίζα τη δασιά, από τους βάλτους πέρα,<br />όπου βατράχοι κι ερπετά φωλιάζουν νύχτα-μέρα,<br />περ' απ' τις γούρνες τις φριχτές των ξωτικών λημέρια,<br />από κάθε ανίερη ρωγμή, κάθε πνιγμένη θλίψη,<br />εκεί ο διαβάτης άναυδος θα δει, θα συναντήσει,<br />σαβανωμένες Παρελθόντος Μνήμες και χαμπέρια,<br />μορφές σκελετωμένες π' αρχινάν το θρήνο,<br />δίπλα περνώντας από το διαβάτη εκείνο,<br />λευκοντυμένοι σκελετοί φίλων, καιρό χαμένων<br />στ' ανάμεσα Γης κι Ουρανού την αγωνία, ριγμένων.<br />Για τη φτωχή καρδιά τους, που τα δεινά πολλά,<br />ο ειρηνικός τόπος αυτός είναι παρηγοριά,<br />στο θολό πνεύμα τους που πορπατεί στη σκιά,<br />ω, ναι! Σαν του Ελντοράντο μοιάζει τα καλά!<br />Μα όποιος διαβάτης μπόρεσε να φτάσει ως εκεί,<br />δεν τόλμησε, δεν άντεξε τα μάτια να σηκώσει.<br />Τα μυστικά, ποτέ ο τόπος δεν θα ενδώσει,<br />σ' αδύναμου άντρα τη ματιά να φανερώσει.<br />Έτσι το θέλει ο Βασιλιάς που καθορίζει<br />το ανασήκωμα των δυο κλειστών βλεφάρων.<br />Έτσι, η κάθε δύστυχη Ψυχή που προσεγγίζει,<br />σκιές θωρεί αχνές μέσω σκούρων κρυστάλλων.<br /><br />Σε δρόμο βάδιζα θαμπό, μοναχικό,<br />π' άρρωστοι άγγελοι τονε στοιχειώνουν μόνο,<br />π' αυτό το Είδωλο, που ΝΥΧΤΑ λέμε, εδώ,<br />σε μαύρο, καθισμένο βασιλεύει, θρόνο,<br />και πρόσφατα πίσω στο σπίτι γύρισα,<br />από τη Θούλη, τη θολή του ύπνου Ρήγισσα.<br /><br />E. Allan PoeΨηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-6104179195894653315.post-45214898591662467412022-12-11T21:45:00.000+02:002022-12-11T21:45:15.859+02:00Στην απέναντι όχθη<div style="text-align: left;">Στην έναντι όχθη σαλεύαν τα τείχη.<br />Σαλεύαν οι ώρες βαριά κουρασμένες<br />κι εγώ να κοιτώ.<br />Και να τινάζω με το καλάμι<br />λευκό νερό σαν αθωότη-<br />και να τινάζω<br />βροχή μ' αστέρια σ' ένα ποτάμι<br />σαν το παιδί που ξεχασμένο παίζει φλογέρα<br />-δεν έχει δει<br />πόσο βαθιά μπήκε στο δάσος.<br />Κι εκεί μπροστά στα μάτια μου<br />-στην απέναντι όχθη-<br />τόσος θόρυβος -τόσες κλαγγές- τόσες φανφάρες-<br />ν' ανοίγουν οι πύλες στα τείχη-<br />να σείεται η γη<br />ο αυτοκράτορας να πεθαίνει-<br />κι εγώ-<br />τόσο κοντά και να μη βλέπω τίποτα;<br />Πως γίνεται έτσι να 'ναι στέρεη η όρασή μου;</div><div style="text-align: left;"><br /></div><div style="text-align: left;">Μ. Κατσαρός</div>Ψηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-6104179195894653315.post-41025746657242401372022-01-29T09:26:00.006+02:002022-01-29T09:26:35.356+02:00ΧρησμόςΤα κρύα χείλια της νύχτας<br />Λένε μια λέξη<br />Κολόνα πόνου<br />Όχι λέξη αλλά πέτρα<br />Όχι πέτρα αλλά ίσκιο<br />Σκέψη ατμού<br />Ζωντανό νερό στ' ατμώδη χειλια-μου<br />Λέξη αλήθειας<br />Αιτία των λαθών-μου<br />Αν είναι θάνατος μόνο απ' αυτήν ζω<br />Αν είναι μοναξιά μιλώ εξ' ονόματός-της<br />Είναι μνήμη και δεν θυμάμαι τίποτα<br />Δεν ξέρω τι λέει και την εμπιστεύομαι<br />Πώς να ξέρεις αν ζεις<br />Πως να ξεχάσεις ότι το ξέρεις<br />Χρόνος που μισανοίγει τα βλέφαρα<br />Κι αφήνεται να ιδωθεί ενώ μας βλέπει.<div><br /></div><div>O. Paz</div>Ψηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-6104179195894653315.post-89275795089615580902022-01-27T18:59:00.004+02:002022-01-27T18:59:47.044+02:00ΣυμπέρασμαΤίποτα δεν θα σβήσει τον έρωτα·<br />ούτε οι τσακωμοί<br />ούτε τα χιλιόμετρα.<br />Είναι συνειδητός,<br />δοκιμασμένος,<br />ελεγμένος.<br />Υψώνω επισήμως τα ποιήματα,<br />των στίχων τα δάχτυλα,<br />και ορκίζομαι:<br />σ' αγαπώ,<br />και ο έρωτάς μου για σένα<br />είναι πιστός και αμετάβλητος.<div><br /></div><div>V. Mayakovsky</div>Ψηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-6104179195894653315.post-10903840909082160242022-01-26T11:25:00.007+02:002022-01-26T13:20:39.873+02:00ΠαράτολμαΠαράτολμα στο νήμα ακροβατούσα<br />σαλτάρησα με ανεμελιά<br />Σάστισα σαν παραβάτης<br />στου ονείρου τη σιγαλιά<br />Τότε έννοιωσα παραστάτης<br />της σημαίας νικητής<br />Παρευθύς δοξολογούσα<br />πώς έχασα τον μπούσουλα απ' τα λούσα<br />που λούστηκα από τους επαίνους της ψυχής<br />Παρέλασα απ' τα τεφτέρια<br />κι απόλαυσα το λίκνο της ζωής.<br /><br />Λ. Ζουλούμης<br /><br />Ψηφιακός Ποιητάρηςhttp://www.blogger.com/profile/05787949562554920471noreply@blogger.com