Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2023

Όρια

Από τούτους τους δρόμους
πού μπλαβίζουνε το δείλι
ένας θα είναι (δεν ξέρω ποιος)
πού θα τον έχω κιόλας διαβεί
στερνή φορά,
αδιάφορος και ανυποψίαστος,
παραδομένος.

Σʼ αυτόν πού ορίζει άτεγκτες νόρμες
κιʼ ένα κρυφό και άκαμπτο ζύγι
για τις σκιές, τα όνειρα
και τις μορφές
πού κεντάνε το υφάδι
τούτης της ζωής.

Αν για όλα υπάρχει όριο
και μέτρο
και ύστατη φορά
και το όχι πλέον
και λησμοσύνη
ποιος θα μας πει, ποιόν,
σʼ αυτό το σπίτι
αποχαιρετίσαμε
χωρίς να το ξέρουμε;

Απʼ το μαβί το παράθυρο
η νύχτα σέρνεται
κι από το σωρό τα βιβλία
πού μια κολοβωμένη σκιά
απλώνεται στο θαμπό
το τραπέζι,
θα βρίσκεται κάποιο
πού ποτέ δε θα διαβάσουμε.

Υπάρχουνε στο νότο
κάτι παραπάνω
από αυλόπορτες
ξεχαρβαλωμένες
με τις χτισμένες υδρίες
και τους χλωρούς κάκτους
πού το έμπα
μού κλείνουν
σαν ναʼ τανε λιθογραφίες.

Μια πόρτα τη σφάλισες
για πάντα
κιʼ ένας καθρέφτης
μάταια σε περιμένει..
το σταυροδρόμι
σού φαίνεται ορθάνοιχτο
μα το βιγλίζει,
τετραπρόσωπος, Ιανός.

Σε όλες σου τις μνήμες
υπάρχει μια
πού ανεπίστρεπτα χάθηκε…
δεν θα σε δούνε
σʼ αυτή την κρήνη
να γέρνεις
ούτε ο ήλιος ο λευκός
ούτε το κίτρινο φεγγάρι.

Δε θα ξαναπιάσει το στόμα σου
αυτό πού είπε ο πέρσης
στη γλώσσα του
από πουλιά και τριαντάφυλλα
όταν το σούρουπο,
πριν το λίγνεμα του ήλιου,
θελήσεις να πείς
πράγματα αλησμόνητα.

Και ο ασταμάτητος Ροδανός
και η λίμνη,
όλο τούτο το χθεσινό
στο ποιό απόψε σκύβω;
Το ίδιο χαμένα θαʼ ναι
όπως η Καρχηδόνα
πού οι λατίνοι τη ξέκαναν
με φωτιά κιʼ αλάτι.

Την αυγή ψυχανεμίζομαι
το ανακατωμένο σούσουρο
του πλήθους πού αλαργεύει…
είναι αυτοί πού με πόθησαν,
κιʼ αυτοί πού με ξέχασαν..
χώρος και χρόνος
κιʼ ο Μπόρχες
κιόλας με αφήνουν.

J. Borges