Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022

Στην απέναντι όχθη

Στην έναντι όχθη σαλεύαν τα τείχη.
Σαλεύαν οι ώρες βαριά κουρασμένες
κι εγώ να κοιτώ.
Και να τινάζω με το καλάμι
λευκό νερό σαν αθωότη-
και να τινάζω
βροχή μ' αστέρια σ' ένα ποτάμι
σαν το παιδί που ξεχασμένο παίζει φλογέρα
-δεν έχει δει
πόσο βαθιά μπήκε στο δάσος.
Κι εκεί μπροστά στα μάτια μου
-στην απέναντι όχθη-
τόσος θόρυβος -τόσες κλαγγές- τόσες φανφάρες-
ν' ανοίγουν οι πύλες στα τείχη-
να σείεται η γη
ο αυτοκράτορας να πεθαίνει-
κι εγώ-
τόσο κοντά και να μη βλέπω τίποτα;
Πως γίνεται έτσι να 'ναι στέρεη η όρασή μου;

Μ. Κατσαρός