Στην έναντι όχθη σαλεύαν τα τείχη.
Σαλεύαν οι ώρες βαριά κουρασμένες
κι εγώ να κοιτώ.
Και να τινάζω με το καλάμι
λευκό νερό σαν αθωότη-
και να τινάζω
βροχή μ' αστέρια σ' ένα ποτάμι
σαν το παιδί που ξεχασμένο παίζει φλογέρα
-δεν έχει δει
πόσο βαθιά μπήκε στο δάσος.
Κι εκεί μπροστά στα μάτια μου
-στην απέναντι όχθη-
τόσος θόρυβος -τόσες κλαγγές- τόσες φανφάρες-
ν' ανοίγουν οι πύλες στα τείχη-
να σείεται η γη
ο αυτοκράτορας να πεθαίνει-
κι εγώ-
τόσο κοντά και να μη βλέπω τίποτα;
Πως γίνεται έτσι να 'ναι στέρεη η όρασή μου;
Σαλεύαν οι ώρες βαριά κουρασμένες
κι εγώ να κοιτώ.
Και να τινάζω με το καλάμι
λευκό νερό σαν αθωότη-
και να τινάζω
βροχή μ' αστέρια σ' ένα ποτάμι
σαν το παιδί που ξεχασμένο παίζει φλογέρα
-δεν έχει δει
πόσο βαθιά μπήκε στο δάσος.
Κι εκεί μπροστά στα μάτια μου
-στην απέναντι όχθη-
τόσος θόρυβος -τόσες κλαγγές- τόσες φανφάρες-
ν' ανοίγουν οι πύλες στα τείχη-
να σείεται η γη
ο αυτοκράτορας να πεθαίνει-
κι εγώ-
τόσο κοντά και να μη βλέπω τίποτα;
Πως γίνεται έτσι να 'ναι στέρεη η όρασή μου;
Μ. Κατσαρός