Γεμάτος νύχτα ως την ψυχή, ανάβω τα κεριά μου,
Χριστομαρτύρητε θα ρθείς, μα κούφιο είμαι καρύδι.
Είναι χακός τόπος αυτός. Στην ψίχα της καρδιάς μου
δεν έχει στάλαγμα νερού και σέρνεται το φίδι.
Καρβουνιασμένος ουρανός χιονίζει όλο βαμβάκι,
χώμα, βαμβάκι πούπουλο, βαρύ σαν το μολύβι.
Κόπιασε, Εσπερώτατε, διώξε μου το φαρμάκι
το κάθε κύμα, ένα νησί, στα σωθικά του κρύβει.
Από φυλλώματα νυχτός κι από καπνού τολύπες
τι κρυσταλλένια αλόγατα, δροσιάς μαργαριτάρια
περνούν στον σάπιο ύπνο μου κι ανάβουνε τις λύπες —
μα οι νεκρωτές καραδοκούν με βέλη και κοντάρια.
Άνοιξε χρυσοχώραφο στις άραχλες τις ώρες
πετραδερό μου διάφωτο της μέσα προσευχής.
Κροτίζει ο τόπος ο κακός. Πως έρχεσαι ταχύς
το βλέπω μαύρος και στις κάψες και στις μπόρες.
Δ. Κοσμόπουλος
Χριστομαρτύρητε θα ρθείς, μα κούφιο είμαι καρύδι.
Είναι χακός τόπος αυτός. Στην ψίχα της καρδιάς μου
δεν έχει στάλαγμα νερού και σέρνεται το φίδι.
Καρβουνιασμένος ουρανός χιονίζει όλο βαμβάκι,
χώμα, βαμβάκι πούπουλο, βαρύ σαν το μολύβι.
Κόπιασε, Εσπερώτατε, διώξε μου το φαρμάκι
το κάθε κύμα, ένα νησί, στα σωθικά του κρύβει.
Από φυλλώματα νυχτός κι από καπνού τολύπες
τι κρυσταλλένια αλόγατα, δροσιάς μαργαριτάρια
περνούν στον σάπιο ύπνο μου κι ανάβουνε τις λύπες —
μα οι νεκρωτές καραδοκούν με βέλη και κοντάρια.
Άνοιξε χρυσοχώραφο στις άραχλες τις ώρες
πετραδερό μου διάφωτο της μέσα προσευχής.
Κροτίζει ο τόπος ο κακός. Πως έρχεσαι ταχύς
το βλέπω μαύρος και στις κάψες και στις μπόρες.
Δ. Κοσμόπουλος