Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017

Εγώ

Εγώ, σ’ ένα διάστημα πολλών χιλιετηρίδων.
Εγώ, σ’ έναν κόσμο που στοιβάζονται οι άνθρωποι
και διακινούνται καθώς η άμμος. Εγώ,
κάτω απ’ τον ίλιγγο των έξω απ’ τους ανθρώπους
αριθμούς ουρανίων σωμάτων.
Εγώ είδα τον ήλιο που ανάτειλε.
Εγώ ανέβηκα στο βουνό.
Εγώ είδα τον ουρανό τον κήπο με τα παγώνια.
Εγώ φόρεσα την κόκκινη ή τη μαύρη γραβάτα.
Εγώ διαμαρτυρήθηκα στην αστυνομία.
Εγώ είχα φίλο τον Άι-Γιώργη και τους συγγενείς του.
Εγώ καθάρισα το αίμα των νεκρών και φύτεψα στη θέση του
τίμιο χορτάρι. Εγώ φόρεσα το καπέλο μου
κάτω απ’ τον μέγα ουρανό και σεργιάνισα.
Εγώ ένιωσα, εγώ άκουσα, εγώ είδα
και σείς μπορέσατε να μη με βαρεθείτε
σαράντα χρόνια ολόκληρα!
Εγώ κούρντισα το ρολόι.
Εγώ τράβηξα την κουρτίνα.
Εγώ συνομίλησα με των άλλων το πεπρωμένο.
Εγώ ξέχασα τις πυτζάμες μου στο ξενοδοχείο Σάντα-Μαρία.
Εγώ μέτρησα τα χρώματα των λουλουδιών στο Πόρτο
Γερμενό την Άνοιξη.
Εγώ είπα στο στρατιώτη να λυπηθεί τη γυναίκα.
Εγώ μάζεψα τα βότσαλα στη θάλασσα πίσω απ’ το Λένιγκραντ.
Εγώ μεσολάβησα στο Θεό να ταχτοποιήσει τις εκκρεμότητες
με το πλάσμα του.
Εγώ κούρεψα τον έφηβο των Αντικυθήρων.
Εγώ φόρεσα τις κάλτσες μου ανάποδα.
Εγώ σκέφτηκα, εγώ έκαμα, εγώ είπα
και σεις μπορέσατε να μη με βαρεθείτε
σαράντα χρόνια ολόκληρα.
Έπρεπε μόνος μου
να το κυνηγήσω με το μαχαίρι, να το γκρεμίσω, ανάσκελα
και να το ρίξω στο ποτάμι το ίδιο που κυλάει
όλα τα περιττά του κόσμου, κατεβάζοντας,
απ’ όλα τα σημεία, σε όλες του τις διευθύνσεις,
τις κάπνιες, τα μαζούτ, και τα πολιτικά σκουπίδια

Ν. Βρεττάκος