Είμ ‘ ένας φύλακας κοπαδιών.
Το κοπάδι είν’ οι σκέψεις μου
κι οι σκέψεις μου είν’ όλες αισθήσεις.
Σκέφτομαι με τα μάτια και τ’ αυτιά
και με τα χέρια και τα πόδια
και με τη μύτη και το στόμα.
Να σκέφτεσαι ένα λουλούδι σημαίνει να το βλέπεις
και να το μυρίζεις.
Να τρως ένα φρούτο σημαίνει να γνωρίζεις
την αίσθησή του.
Γι αυτό, σαν μια μέρα όλο ζέστη
νιώθω θλιμμένος που την απολαμβάνω τόσο
κι απλώνομαι παράμερα και πάνω στα χορτάρια
και κλείνω τα μάτια ολόζεστα,
νιώθω το κορμί μου ολάκερο να ‘χει αναποδογυρίσει
στην πραγματικότητα,
ξέρω την αλήθεια κι είμ’ ευτυχισμένος.
Το βλέμμα μου είναι καθαρό σαν ηλιοτρόπιο.
Συνηθίζω να περπατάω στους δρόμους
κοιτάζοντας μια δεξιά και μια αριστερά,
και πότε πότε πίσω μου…
Κι αυτό που βλέπω κάθε στιγμή
είναι ό,τι ποτέ πριν δεν είχα δει,
τα ξέρω εγώ ολα αυτά πολύ καλά…
Και ξέρω να σαστίζω με τον εαυτό μου
σαν ένα βρέφος που μόλις γεννιέται,
καταλαβαίνει πως γεννήθηκε στ’ αλήθεια…
Νιώθω να γεννιέμαι κάθε στιγμή
για την αιώνια νιότη τού κόσμου…
Πιστεύω στον κόσμο δπως σε μια μαργαρίτα,
γιατί τον βλέπω. Αλλά δεν τον σκέφτομαι,
γιατί σκέφτομαι είναι δεν καταλαβαίνω…
Ο κόσμος δέν έγινε για να τον σκεφτόμαστε
(σκέφτομαι σημαίνει είναι άρρωστα τα μάτια μου)
αλλά για να τον κοιτάμε και να συμφωνούμε μαζί του.
Εγώ δεν έχω φιλοσοφία: έχω αισθήσεις…
Αν μιλάω στη Φύση δέν είναι γιατί ξέρω τι είναι,
αλλά γιατί την αγαπώ, και γι’ αυτό ακριβώς την αγαπώ,
γιατί όποιος αγαπάει ποτέ δεν ξέρει τι αγαπάει,
ούτε ξέρει γιατί άγαπάει, ούτε τι είναι αγαπώ…
Αγαπώ είναι η αιώνια αθωότητα,
και η μοναδική αθωότητα είναι δεν σκέφτομαι…
Το σούρουπο, σκύβω απ’ το παράθυρο,
και ξέροντας με μια λοξή ματιά ότι μπροστά μου έχει χωράφια,
διαβάζω μέχρι να νιώσω τα μάτια μου να καίνε
το βιβλίο του Σεζάριο Βέρδε.
Αχ, πόσο τον λυπάμαι! Ήταν ένας χωρικός
που περπατούσε στην πόλη αιχμάλωτος εν ελευθερία.
Αλλά ο τρόπος με τον οποίο κοιτούσε τα σπίτια,
ο τρόπος με τον οποίο παρατηρούσε τους δρόμους,
το πώς θωρούσε τους ανθρώπους,
ήταν σαν κάποιος που κοιτάζει τα δέντρα,
που ρίχνει τα μάτια χαμηλά στο δρόμο που βαδίζει
και προχωράει κοιτάζοντας τα λουλούδια στα χωράφια…
Γι’ αυτό και ήταν πάντα τόσο λυπημένος,
αν και ποτέ δεν ομολόγησε τη λύπη του,
περπατούσε στην πόλη σαν κάποιος που δεν περπατάει στην εξοχή
λυπημένος σαν να πατίκωνε λουλούδια μέσα στα βιβλία
και νά ’βαζε φυτά στις γλάστρες…
F. Pessoa
Το κοπάδι είν’ οι σκέψεις μου
κι οι σκέψεις μου είν’ όλες αισθήσεις.
Σκέφτομαι με τα μάτια και τ’ αυτιά
και με τα χέρια και τα πόδια
και με τη μύτη και το στόμα.
Να σκέφτεσαι ένα λουλούδι σημαίνει να το βλέπεις
και να το μυρίζεις.
Να τρως ένα φρούτο σημαίνει να γνωρίζεις
την αίσθησή του.
Γι αυτό, σαν μια μέρα όλο ζέστη
νιώθω θλιμμένος που την απολαμβάνω τόσο
κι απλώνομαι παράμερα και πάνω στα χορτάρια
και κλείνω τα μάτια ολόζεστα,
νιώθω το κορμί μου ολάκερο να ‘χει αναποδογυρίσει
στην πραγματικότητα,
ξέρω την αλήθεια κι είμ’ ευτυχισμένος.
Το βλέμμα μου είναι καθαρό σαν ηλιοτρόπιο.
Συνηθίζω να περπατάω στους δρόμους
κοιτάζοντας μια δεξιά και μια αριστερά,
και πότε πότε πίσω μου…
Κι αυτό που βλέπω κάθε στιγμή
είναι ό,τι ποτέ πριν δεν είχα δει,
τα ξέρω εγώ ολα αυτά πολύ καλά…
Και ξέρω να σαστίζω με τον εαυτό μου
σαν ένα βρέφος που μόλις γεννιέται,
καταλαβαίνει πως γεννήθηκε στ’ αλήθεια…
Νιώθω να γεννιέμαι κάθε στιγμή
για την αιώνια νιότη τού κόσμου…
Πιστεύω στον κόσμο δπως σε μια μαργαρίτα,
γιατί τον βλέπω. Αλλά δεν τον σκέφτομαι,
γιατί σκέφτομαι είναι δεν καταλαβαίνω…
Ο κόσμος δέν έγινε για να τον σκεφτόμαστε
(σκέφτομαι σημαίνει είναι άρρωστα τα μάτια μου)
αλλά για να τον κοιτάμε και να συμφωνούμε μαζί του.
Εγώ δεν έχω φιλοσοφία: έχω αισθήσεις…
Αν μιλάω στη Φύση δέν είναι γιατί ξέρω τι είναι,
αλλά γιατί την αγαπώ, και γι’ αυτό ακριβώς την αγαπώ,
γιατί όποιος αγαπάει ποτέ δεν ξέρει τι αγαπάει,
ούτε ξέρει γιατί άγαπάει, ούτε τι είναι αγαπώ…
Αγαπώ είναι η αιώνια αθωότητα,
και η μοναδική αθωότητα είναι δεν σκέφτομαι…
Το σούρουπο, σκύβω απ’ το παράθυρο,
και ξέροντας με μια λοξή ματιά ότι μπροστά μου έχει χωράφια,
διαβάζω μέχρι να νιώσω τα μάτια μου να καίνε
το βιβλίο του Σεζάριο Βέρδε.
Αχ, πόσο τον λυπάμαι! Ήταν ένας χωρικός
που περπατούσε στην πόλη αιχμάλωτος εν ελευθερία.
Αλλά ο τρόπος με τον οποίο κοιτούσε τα σπίτια,
ο τρόπος με τον οποίο παρατηρούσε τους δρόμους,
το πώς θωρούσε τους ανθρώπους,
ήταν σαν κάποιος που κοιτάζει τα δέντρα,
που ρίχνει τα μάτια χαμηλά στο δρόμο που βαδίζει
και προχωράει κοιτάζοντας τα λουλούδια στα χωράφια…
Γι’ αυτό και ήταν πάντα τόσο λυπημένος,
αν και ποτέ δεν ομολόγησε τη λύπη του,
περπατούσε στην πόλη σαν κάποιος που δεν περπατάει στην εξοχή
λυπημένος σαν να πατίκωνε λουλούδια μέσα στα βιβλία
και νά ’βαζε φυτά στις γλάστρες…
F. Pessoa