Πέμπτη 20 Απριλίου 2017

Το φάντασμα

Μιάν Απριλιάτικη βραδιά, μια νυχτ' αστερωμένη
'Ψηλά, στού Πίνδου τα βουνά μονάχος μου καθόμουν.
Κ' εκύτταζα στον ουρανό, κ' εκρυφοσυλλογιόμουν,
Πως ζη ο δόλιος άνθρωπος, πως ζη και πως πεθαίνει.

Από τη σκέψι κάποτε μ' εξύπναγε μια βρύση
Σιμά μου, πώχυνε νερό σαν το μαργαριτάρι
Και με της πέτραις μίλαε μουρμουριστά. Με χάρι
Τ' ωχρό φεγγάρι άρχιζε να γέρνη προς τη δύσι.

Άλλη φωνή δεν άκουγα, παρά στο λόγγο πέρα
'Φώναζε ο μαύρος κόρακας, και το βουνό βογγούσε
Απ' τη βραχνή του τη φωνή. Η λίμνη ηρεμούσε
Κι' αντάρα 'πο τα Γιάννινα σκονώνταν στον αιθέρα.

Ρίχνω στα Γιάννινα ματιά και βλέπω όλο μαυρίλα,
Κ' εφαίνονταν εδώ κ' εκεί οι φέξαις αναμμέναις,
Σαν να ήτανε κωλοφωτιαίς στο λόγγο σκορπισμέναις.
Τι θέαμα τρομαχτικό! Τι μαύρη ανατριχίλα !

Και πάλι προς τον ουρανό εσήκωσα το μάτι
Και πάλι, πάλι έπεσα σε συλλογή μεγάλη,
Σε συλλογή, που μ' έφυγεν ο νούς μ' απ' το κεφάλι,
Κι' ο ύπνος μες στη συλλογή μ' επλάνεψε κομμάτι.

Τα θολωμένα μάτια μου δεν πρόφθασα να κλείσω,
Κ' ύπνος τα πλάκωσε βαρύς, βαθύς σαν το σκοτάδι,
Κ' είδα ένα όνειρο φρικτό· πως βγήκε απ' το λαγκάδι
Ωχρόλευκο ένα Φάντασμα· το συλλογιούμαι … φρίσσω!

Σιγά, σιγά, σιωπηλά στο πλάγι μου σιμώνει,
Με πιάνει με το χέρι του, το σαν την πέτρα κρύο.
Σηκώνονται οι τρίχες μου, τα πόδιά μου τα δύο
Τρέμουνε, και το αίμα μου στης φλέβες μου παγώνει.

Το κύτταζα, το κύτταζα στο πρόσωπο, στο σώμα,
Και μια τρεμούλα φρικερή με πιάνει κ' ένας τρόμος,
Γιατί, γιατί το γνώρισα το φάντασμα, αλλ' όμως
Ακόμα λόγο δίσταζα να βγάλω 'πο το στόμα.

Πλήν τέλος δεν εβασταξα, δεν μπόρεσα να πνίξω
Το δάκρυ, που κατέβηκε στην κάτωχρη παρειά μου,
Και λέγω : «Της μανούλας μου σκιά! Σκιά γλυκειά μου !…»
Και πλέον δεν ημπόρεσα το στόμα μου ν' ανοίξω.

Μόνο τ' αχνό της πρόσωπο ξανακυττάζω πάλι,
Και βλέπω χαμογέλασε, σαν το λαμπρό φεγγάρι,
Κι' από το μάτι γλίστρησε σαν το μαργαριτάρι
Το δάκρυ. Σκύφτει· με φιλεί με πόνο στο κεφάλι.

Και μ' είπε: «Κωνσταντίνε μου, μονάκριβο παιδί μου,
»Σε σκιάζουνε το σώμα μου κι η αχνιασμένη όψι;
»Δεν ξέρεις πως για σένανε ηθέλησα απόψε
»Να ξαναλάβω μια στιγμή το αίμα, τη ζωή μου ;

»Δεν ξέρεις πως για σένανε για μια στιγμή τον Άδη
»Αφήκα και ξανάρχομαι εδώ στον κόσμο πάνω,
»Και συ, και συ με σκιάζεσαι;» Κ' εγώ τα λόγια χάνω,
Πλην τέλος λέγω : «Τι ζητείς μες στο βαθύ σκοτάδι;

»Μανούλα μου, το μνήμα του αφίνει ο πεθαμένος;»
«−Κι' όμως εγώ για σένανε, για σένανε παιδί μου,
»Αυτή την ώρα, τέκνο μου, τ' αφήκα».− Η φωνή μου
Και πάλι τότε εσβύσθηκε, μένω βουβός, σκιαγμένος.

»Ακόμα δε μ' εγνώρισες; −Με ερωτά−δε μ' είδες;»
«−Διστάζω ακόμα, μάνα μου, να σού το πω, διστάζω,
»Γιατ' άλλη, άλλη σ' ήξερα, και άλλη σε κυττάζω·
»Της γνωριμιάς σου, μάνα μου, μ' έφυγαν αι ελπίδες».

«−Γιατί με βλέπεις κόκκαλα, με βλέπεις δίχως αίμα,
»Με βλέπεις δίχως 'νασασμό, ωχρή σαν το σαφράνι,
»Κι' ότι δεν έχω τη θωρηά, πούχα στον κόσμο;−» «Φθάνει!…
»Ω! φθάνει ! την εφώναξα, σ' εγνώρισ' απ' το βλέμμα.

»Σ' εγνώρισ' απ' το βλέμμα σου τώρα, και τη λαλιά σου,
»Σ' εγνώρισα, μανούλα μου, σ' εγνώρισα, γλυκειά μου,
»Σ' εγνώρισα, και χαίρεται η θριβερή καρδιά μου,
»Μάνα μου. Τώρα ρώτα με για τάλλα τα παιδιά σου.

»Πες μου για τη Μαρία σου, το Γούλα σου, τη Λένη,
»Που νύχτα μέρα τα ορφανά κλαίγουνε τη θανή σου·
»Ρώτα με και για τη μικρή, την ώμορφη Φανή σου,
»Που σ' άλλα χέρια τρέφεται, που σ' άλλα χέρια μένει.

»Ρώτα με και, μανούλα μου, γι' όλους τους συγγενείς σου,
»Τ' αδέλφια σου, τη μάνα σου. Το δόλιο τον πατέρα,
»Το δόλιο τον πατέρα μου, μάνα, που νύχτα μέρα
»Δε θε να βρη παρηγοριά. . . . Ρώτα με το παιδί σου».

Την είπα κ' εσιώπησα χωρίς λαλιά για λίγη,
Για λίγη ώρα. Κύτταξα στο πρόσωπο εκείνη,
Και βλέπω μες στα δάκρυα να πλημμυρή. Να κρίνη
Η δύστυχη δε μπόρεσε, κ' εκίνησε να φύγη.

Την 'κολουθάω με φωναίς. Να την γυρίσω πίσω
Δεν μπόρεσα. Καν πρόφθασα να την μιλήσω πάλι·
Κ' εκείνη με συγκίνησι, και θλίψι της μεγάλη
Μου λέγει: «Ώρα, τέκνο μου, τη γη αυτή ν' αφήσω».

«−Εμένα τότε μάνα μου, μ' αφίνεις ; −» «−Ω παιδί μου,
Αν θες να ιδής τα Τάρταρα, αν να ιδής γυρεύης,
Τον Άδη, τον Παράδεισο, κεί κάτω να κατέβης,
Τρέξε κοντά μου, τέκνο μου, έλα, έλα μαζί μου».

Κ. Κρυστάλλης