Απέθανε ο κύριος Μπουρδούσης,
απέθανε κι' αυτός ο πατριώτης,
η δόξα κι' η στολή της πρωτευούσης,
των δρόμων ο ξυπόλυτος ιππότης.
Ο Χάρος ο αχόρταγος τον βρήκε
από πιοτά διάφορα στουπί,
και ρήτορας κανένας δεν εβγήκε
τα τόσα θαύματά του να μας πεί.
Εις τη γωνιά μιάς μάντρας χαλασμένης,
χωρίς εξοχωτάτων γιατρικά
ο μάρτυς της Αθήνας Δημοσθένης
ξεψύχησε μονάχος του γλυκά.
Δεν είχε κι' ο Μπουρδούσης μας φροντίδα
να κάμει για το έθνος διαθήκη,
δεν έβγαλε ποτέ εφημερίδα,
δεν γύρεψε ποτέ βουλευτιλίκι.
Δεν τον κεντούσε όρεξις καμιά,
του ’φθανε μια δεκάρα για να πίνει,
και μόνο στους γιατρούς κληρονομιά
τα ντιλικάτα πόδια του αφήνει.
Απέθανες και συ, αγαπητέ,
στού έθνους τας κρισίμους περιστάσεις,
αυτό δεν το ελπίζαμε ποτέ,
μα πήγαινε και συ να ησυχάσεις.
Γ. Σουρής
απέθανε κι' αυτός ο πατριώτης,
η δόξα κι' η στολή της πρωτευούσης,
των δρόμων ο ξυπόλυτος ιππότης.
Ο Χάρος ο αχόρταγος τον βρήκε
από πιοτά διάφορα στουπί,
και ρήτορας κανένας δεν εβγήκε
τα τόσα θαύματά του να μας πεί.
Εις τη γωνιά μιάς μάντρας χαλασμένης,
χωρίς εξοχωτάτων γιατρικά
ο μάρτυς της Αθήνας Δημοσθένης
ξεψύχησε μονάχος του γλυκά.
Δεν είχε κι' ο Μπουρδούσης μας φροντίδα
να κάμει για το έθνος διαθήκη,
δεν έβγαλε ποτέ εφημερίδα,
δεν γύρεψε ποτέ βουλευτιλίκι.
Δεν τον κεντούσε όρεξις καμιά,
του ’φθανε μια δεκάρα για να πίνει,
και μόνο στους γιατρούς κληρονομιά
τα ντιλικάτα πόδια του αφήνει.
Απέθανες και συ, αγαπητέ,
στού έθνους τας κρισίμους περιστάσεις,
αυτό δεν το ελπίζαμε ποτέ,
μα πήγαινε και συ να ησυχάσεις.
Γ. Σουρής