Σάββατο 4 Μαρτίου 2017

Κλαίω−Γελώ

Είναι ο νέος βίος μου διηνεκής τρυτάνη
Και έχει ως αντίρροπον το δάκρυ μου ο γέλως.
Εντεύθεν νήπιον φαιδρόν λικνίζεται με μέλος,
Εκείθεν μελανός σταυρός υψιτενής βλαστάνει.
Υψόνονται μετά ρυθμού, ηρέμα κάτω πίπτουν,
Και ρόδων πέταλα υγρά εκ των δακρύων ρίπτουν.
Πόσον με θελγ' η παιδική σκηνή, ω! πως με θέλγει,
Οπόταν βλέπω εύθυμος ομάδα συμπαικτόρων!
Γελών προ βρέφους ίσταμαι όπερ ζωήν αμέλγει,
Και εκμυζά μετά τρυφής του ουρανού το δώρον.
Ο γνάθων! πως το νέκταρ του όπως οινόφλυξ πίνει,
Και δεν λυπείται την μαμμά που μειδιώσα κλίνει.
Πολλάκις είναι δι' εμέ γλυκύ νανοηταίνω!
Έκφρων να παίζω, να γελώ, νάδω, να παίζω πάλιν.
Με τους μικρούς μου αδελφούς να συγκροτούμεν πάλην,
Και εννοείται πάντοτε ο ηττηθείς να μένω.
Να ίστανται επάνω μου ως τρόπαια αλύπως
Και να τους φέρω κεκυφώς ως Δον Κισσώτου ίππος.
Άλλοτε πάλιν γέλωτας, ως κεραυνούς μου ρίπτω,
Εις σοβαράν τινα μορφήν και φεύγω παραφόρως.
Και άλλοτε λιπόθυμος εκ των γελώτων πίπτω,
Προ φίλου μου, προ συγγενούς, προ.. προ .. αδιαφόρως!
Μάτην οι τάλανες ζητούν να μάθουν την αιτίαν
− Βλέπω πετώντα κώνωπα, βλέπω πετώσαν μυίαν! −
Άλλοτε χαίνω θεωρών ιπτάμενον στρουθίον,
Και εις τον δρόμον ίσταμαι, Νιόβη πετρωθείσα.
Και άλλοτε ως χρυσαλλίς εκ μύρων μεθυσθείσα,
Ένθους πετώ εδώ − εκεί, εις διεθνές τοπίον
Και μόνον η καρδία μου ασπαίρει προ του κάλλους,
Και τότε… τότε θεωρώ ευδαίμονας τους άλλους!
Τους άλλους όσοι προ εμού ευδαίμονες περώσι,
Κρατούντες την θεάν αυτών εις τον βραχίονά των.
Α! τότε είναι δυνατόν θνητοί να λογισθώσι,
Αφού οι άγγελ' εις αυτούς δανείζουν τα πτερά των;
Και βλέπω, βλέπω φεύγοντα, και δύοντα τα ζεύγη,
Ως όταν βλέπω όνειρον γελόεν να με φεύγη!
Εγείρομαι και τόνειρον ζητώ από την μνήμην,
Να το ενδύσω μένδυμα παιδίσκης νεφελώδους,
Πλην η ηχώ μοί απαντά με μουσικήν πενθίμην,
Και μάτην εις την όασιν πετά του ιδεώδους!
Μάτην με δάκρυα την γην της φαντασίας βρέχω!
Όνειρα μόνον φύονται πλην άνθος ζων δεν έχω.
Ω! πως το άνθος μου το ζων εκείνο θα λατρεύω!
Εις της φαντασιώσεως την ατμοσφαίραν πλέων,
Μ' εκείνην εις εν πλαίσιον θα ζήσω εξ ανθέων,
Και με το θείον μύρον της τον βίον μου θ' αρδεύω.
Ω! εάν προς με ήρχετο ως την εφανταζόμην,
Με όμμα δύον, μελανόν και μ' ερεβώδη κόμην!
Μικράν ιεροφάντιδα την θέλω των παιγνίων
Πετώσαν όπως μ' ασπασθή, τας φίλας της πλαγγόνας
Εις το αγνόν μας αίσθημα, το παιδικόν, το θείον,
Μόνον εκείνας έχουσαν εξ απορρήτων μόνας.
Και να ταίς λέγη: μετ' εμέ θα αγαπά εκείνας!
− Ω! ας κοιμώνται ήσυχοι εις τας μικράς των κλίνας! −
Ερατεινόν αμφίβιον θέλω εγώ την φίλην.
Παιδίον εύχαρι της χθες, της αύριον παρθένον.
Με πτέρυγας ως άγγελον να την λατρεύω θήλυν,
Να ίπταται και να πετώ κατόπιν της ασθμαίνων.
Να πλέκη τους χλιδίζοντας και μελανούς βοστρύχους,
Όπως ο Βύρων έπλεκεν δύο πυρώδεις στίχους!
Τοιούτον έρωτα αγνόν και τις και τις δεν θέλει,
Οπόταν είναι έμβλημα αιώνιον ο γέλως,
Και συσταυρούτ' ερωτικώς η μύρτος με το βέλος,
Εν ω πληρούται ο αήρ με φιλημάτων μέλη;
Τοιούτον έρωτα εγώ επόθησα τοιούτον!
Γελώτων, μέθης, ουρανού, και αισθημάτων πλούτον!

Γ. Στρατήγης