θα ῾θέλα - λέει- ν᾿ αφήσω στον καθένα σας αυτό το βλέμμα
του ήρεμου θαυμασμού μπροστά στο λιόγερμα. Θα ῾θέλα ακόμη
να σας αφήσω το περίλυπο άκουσμα
της έρημης φωνής του ιχθυοπώλη στα πρωινά του Ιουλίου
και το βόμβο της μέλισσας μέσα σ᾿ ένα τριαντάφυλλο
η το άηχο «αχ» μιάς λευκής πεταλούδας πλάι στο μωβ λουλούδι.
Περισσότερο απ᾿ όλα θα ῾θελα να σας αφήσω τον τρόπο
της αλλαγής των χρωμάτων προς το ασήμι και το ρόδινο
όταν η πόρτα κλείνει και σκοτεινιάζουν τα δωμάτια
κι ωστόσο οι καθρέφτες διατηρούν ανέπαφη
την εικόνα της θάλασσας, γι᾿ αυτό γαλανίζουν τα σεντόνια
στο μεγάλο γαμήλιο κρεβάτι των νεκρών. Θα ῾θελα αλλά
τούτη την ώρα με πρόλαβε ο Αόρατος,
ο Πανταχού και Πάντοτε Παρών, μου ῾σβησε το φανάρι
και πιά δε βλέπω ούτε να δείξω τίποτα κι ούτε να περπατήσω.
Γ. Ρίτσος,
του ήρεμου θαυμασμού μπροστά στο λιόγερμα. Θα ῾θέλα ακόμη
να σας αφήσω το περίλυπο άκουσμα
της έρημης φωνής του ιχθυοπώλη στα πρωινά του Ιουλίου
και το βόμβο της μέλισσας μέσα σ᾿ ένα τριαντάφυλλο
η το άηχο «αχ» μιάς λευκής πεταλούδας πλάι στο μωβ λουλούδι.
Περισσότερο απ᾿ όλα θα ῾θελα να σας αφήσω τον τρόπο
της αλλαγής των χρωμάτων προς το ασήμι και το ρόδινο
όταν η πόρτα κλείνει και σκοτεινιάζουν τα δωμάτια
κι ωστόσο οι καθρέφτες διατηρούν ανέπαφη
την εικόνα της θάλασσας, γι᾿ αυτό γαλανίζουν τα σεντόνια
στο μεγάλο γαμήλιο κρεβάτι των νεκρών. Θα ῾θελα αλλά
τούτη την ώρα με πρόλαβε ο Αόρατος,
ο Πανταχού και Πάντοτε Παρών, μου ῾σβησε το φανάρι
και πιά δε βλέπω ούτε να δείξω τίποτα κι ούτε να περπατήσω.
Γ. Ρίτσος,