Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016

Του πολέμου αφεντικά

Ελάτε του πολέμου αφεντικά,
ελάτε σεις που φτιάχνετε κανόνια φονικά,
εσείς που φτιάχνετε αεροπλάνα θανατερά,
εσείς, λοιπόν, που φτιάχνετε του αίματος τα σιδερικά,
εσείς που όλο φοράτε κάσκες
όσο κι αν κρύβεστε πίσω από μάσκες,
σας το λέω και ξανά θε’ να το πω
το πρόσωπό σας ξέρω εγώ το αληθινό.

Τίποτα δεν έχετε κάνει εσείς της προκοπής,
μονάχα φτιάχνετε συσκευές ολέθρου και καταστροφής·
παίζετε εσείς με τον κόσμο μου δολερά,
θαρρείς κι είναι παιχνίδι στα χέρια σας τα μιαρά.
Μου δίνετε ένα όπλο που δεν έχω εγώ ζητήσει
και φεύγετε και χάνεστε όταν τα όπλα τα βαριά
σκορπίζουνε θανατικό και συμφορές και μίση.

Σαν τον Ιούδα από τις μέρες τις παλιές
όλο απάτες είστε και βρώμικες ψευτιές·
μου λέτε ένας παγκόσμιος πόλεμος μπορεί να κερδηθεί
και θέλετε να σας πιστέψω μεμιάς και στη στιγμή.
Μα ξέρω να βλέπω πίσω απ’ το βλέμμα σας τι κρύβεται,
σας πιάνω αμέσως είτε είστε όρθιοι είτε όταν σκύβετε,
το λέω ξανά για να σας το θυμίσω,
ξέρω να βλέπω τι γίνεται από τα παγερά μάτια σας πίσω.

Εσείς φτιάχνετε τη σκανδάλη
για να πυροβολούν οι άλλοι·
κάθεστε βολικά κι είστε θεατές της μάχης,
όταν ο Θάνατος καλπάζει και λέει φριχτά το ‘‘Πάρε να ’χεις’’.
Μες στα αρχοντικά σας λουφάζετε, κανάγιες,
όταν το αίμα νέων παιδιών απλώνεται στις ράγιες
χύνεται απ’ τα κορμιά τους ώσπου να γίνουν πτώματα
να σωριαστούν χωρίς πνοή στα ματωμένα χώματα.

Τον πιο μεγάλο φόβο σεις έχετε σκορπίσει,
τον φόβο στον κόσμο αυτό μια μάνα να γεννήσει·
για κάθε παιδί, αγέννητο κι αβάφτιστο, σεις είστε απειλή
τίποτε δεν αξίζει το αίμα σας, η ζωή σας είναι αδειανή.
Λέτε πως είμαι νέος πολύ ακόμα
και τέτοια που σας λέω με το δικό μου στόμα
λέτε πως είν’ ανώριμα, δεν έχουν στον κόσμο θέση.
Μα λέω εγώ πως κι ο Χριστός ποτέ δεν θα σας συγχωρέσει.

Για να σας κάνω τώρα και μια ερώτηση άλλη:
θαρρείτε έχουν τα λεφτά σας αξία πολύ μεγάλη
μπορούνε ν’ αγοράσουνε, λέτε, τη συγγνώμη;
Όχι, σας λέω, άλλη είν’ η δική μου γνώμη,
σαν έρθει και για σας του θανάτου η στιγμή
θα δείτε, τα χρήματά σας όλα
δεν θα μπορέσουν πίσω να σας φέρουν τη χαμένη σας ψυχή.

Κι εύχομαι να πεθάνετε, να πάτε να ψοφήσετε·
σύντομα, λέω βραχνά, την ύστατη πνοή ν’ αφήσετε
και ένα απόγευμα μουντό και βροχερό
θα δω το φέρετρό σας να χώνεται στο χώμα το σκληρό.
Θα μείνω εκεί πως έχετε πεθάνει για να σιγουρευτώ.
Αυτό ήθελα να μάθετε και να σας πω αυτό.

B. Dylan