Μια φορά κι ένα καιρό,
ήταν ένα γραμμόφωνο.
Ένα ολομόναχο γραμμόφωνο.
Μα μπορεί και να μην ήτανε γραμμόφωνο
και να ῾ταν μόνο ένα τραγούδι,
που ζητούσε ένα γραμμόφωνο,
για να πεί το καημό του.
Μια φορά κι ένα καιρό,
ήταν ένας Ερωτας.
Ένας ολομόναχος Έρωτας
που γύριζε με μία πλάκα στη μασχάλη,
για να βρεί ένα γραμμόφωνο
για να πει το καημό του.
«Έρωτα μη σε πλάνεψαν
άλλων ματιών μεθύσια
και μεσ᾿ τα κυπαρίσια
περνάς με μι᾿ άλλη νιά;
Έρωτ᾿ αδικοθάνατε,
Έρωτα χρυσομάλλη,
αν σ᾿ είδαν με μιάν άλλη,
ήταν η Λησμονιά».
Μια φορά κι ένα καιρό,
δεν ήταν ένας έρωτας,
δεν ήταν ένας πόνος.
Ήταν μισός έρωτας -μισός πόνος-
και μια μισή πλάκα,
που ῾λεγε το μισό της σκοπό:
«Έρωτα μη σε... Έρωτα μη σε...
έρωτα μισέ... έρωτα μισέ...»
Θε μου!
Μα δε βρίσκεται ένα χέρι!
Ένα πονετικό χέρι,
για ν᾿ ανασηκώσει τη βελόνα
και ν᾿ ακουστεί ξανά,
ολόκληρος ο Έρωτας,
ολόκληρο το τραγούδι:
«Έρωτα μη σε σκότωσαν
τα μαγεμένα βέλη;
Έρωτα Μακιαβέλλι.
Τα μάτια που σε λάβωσαν,
με δάκρυα πικραμένα,
καρφιά ῾ταν πυρωμένα
και μπήχτηκαν βαθιά».
Ποιος μου χτυπά το τζάμι;
Μη μου χτυπάτε.
Δεν είμαι ῾δω.
Εδώ κατοικεί η Μοναξιά
με μόνιμη νοικάρισα τη Πλήξη.
Μη μου χτυπάτε λοιπόν το τζάμι.
Μάταια χτυπάτε.
Εγώ δε μπορώ ν᾿ ανοίξω.
Δε μπορώ να συρτώ
ούτ᾿ ως τη πόρτα του σπιτιού μου,
ούτ᾿ ως τη πόρτα του άλλου κόσμου.
Μη μου χτυπάτε λοιπόν το τζάμι.
Δεν είμαι ῾δω.
Εδώ είν᾿ ένα ξερό έντομο
σ᾿ ένα κόσμο, -φέρετρο-
όπου απαγορεύεται -με κίνδυνο ανάστασης-
ακόμη κι ο θάνατός σου!
Μη μου χτυπάτε λοιπόν το τζάμι.
Κάνετε λάθος.
Λάθος στο σπίτι.
Λάθος στη πόρτα.
Λάθος στον αιώνα.
Λάθος. Λάθος. Λάθος!
Γι᾿ αυτό πάψτε.
Πάψτε -για το Θεό- να μου χτυπάτε!
Σας το ξαναλέω- μη!
Εδώ δε κατοικώ εγώ.
Εδώ κατοικεί μία αιμοβόρα
κι ακροβάτισα αράχνη,
που πριν λίγο έφαγε μία πεταλούδα.
Μια χρυσή, λεπτή πεταλούδα,
που -αλίμονο- είχε τ᾿ όνομά μου!
Άρα δεν είχα αγαπηθεί, αυτό ήταν όλο
Ίσως ανόητα υποδύθηκα το ρόλο
Γελωτοποιού πολύ μετρίας κλάσης
Λησμονημένος σε μιάν άχρηστη αποθήκη
Ηλίθιος κούκλος με σπασμένη μύτη
Μ. Λουντέμης
ήταν ένα γραμμόφωνο.
Ένα ολομόναχο γραμμόφωνο.
Μα μπορεί και να μην ήτανε γραμμόφωνο
και να ῾ταν μόνο ένα τραγούδι,
που ζητούσε ένα γραμμόφωνο,
για να πεί το καημό του.
Μια φορά κι ένα καιρό,
ήταν ένας Ερωτας.
Ένας ολομόναχος Έρωτας
που γύριζε με μία πλάκα στη μασχάλη,
για να βρεί ένα γραμμόφωνο
για να πει το καημό του.
«Έρωτα μη σε πλάνεψαν
άλλων ματιών μεθύσια
και μεσ᾿ τα κυπαρίσια
περνάς με μι᾿ άλλη νιά;
Έρωτ᾿ αδικοθάνατε,
Έρωτα χρυσομάλλη,
αν σ᾿ είδαν με μιάν άλλη,
ήταν η Λησμονιά».
Μια φορά κι ένα καιρό,
δεν ήταν ένας έρωτας,
δεν ήταν ένας πόνος.
Ήταν μισός έρωτας -μισός πόνος-
και μια μισή πλάκα,
που ῾λεγε το μισό της σκοπό:
«Έρωτα μη σε... Έρωτα μη σε...
έρωτα μισέ... έρωτα μισέ...»
Θε μου!
Μα δε βρίσκεται ένα χέρι!
Ένα πονετικό χέρι,
για ν᾿ ανασηκώσει τη βελόνα
και ν᾿ ακουστεί ξανά,
ολόκληρος ο Έρωτας,
ολόκληρο το τραγούδι:
«Έρωτα μη σε σκότωσαν
τα μαγεμένα βέλη;
Έρωτα Μακιαβέλλι.
Τα μάτια που σε λάβωσαν,
με δάκρυα πικραμένα,
καρφιά ῾ταν πυρωμένα
και μπήχτηκαν βαθιά».
Ποιος μου χτυπά το τζάμι;
Μη μου χτυπάτε.
Δεν είμαι ῾δω.
Εδώ κατοικεί η Μοναξιά
με μόνιμη νοικάρισα τη Πλήξη.
Μη μου χτυπάτε λοιπόν το τζάμι.
Μάταια χτυπάτε.
Εγώ δε μπορώ ν᾿ ανοίξω.
Δε μπορώ να συρτώ
ούτ᾿ ως τη πόρτα του σπιτιού μου,
ούτ᾿ ως τη πόρτα του άλλου κόσμου.
Μη μου χτυπάτε λοιπόν το τζάμι.
Δεν είμαι ῾δω.
Εδώ είν᾿ ένα ξερό έντομο
σ᾿ ένα κόσμο, -φέρετρο-
όπου απαγορεύεται -με κίνδυνο ανάστασης-
ακόμη κι ο θάνατός σου!
Μη μου χτυπάτε λοιπόν το τζάμι.
Κάνετε λάθος.
Λάθος στο σπίτι.
Λάθος στη πόρτα.
Λάθος στον αιώνα.
Λάθος. Λάθος. Λάθος!
Γι᾿ αυτό πάψτε.
Πάψτε -για το Θεό- να μου χτυπάτε!
Σας το ξαναλέω- μη!
Εδώ δε κατοικώ εγώ.
Εδώ κατοικεί μία αιμοβόρα
κι ακροβάτισα αράχνη,
που πριν λίγο έφαγε μία πεταλούδα.
Μια χρυσή, λεπτή πεταλούδα,
που -αλίμονο- είχε τ᾿ όνομά μου!
Άρα δεν είχα αγαπηθεί, αυτό ήταν όλο
Ίσως ανόητα υποδύθηκα το ρόλο
Γελωτοποιού πολύ μετρίας κλάσης
Λησμονημένος σε μιάν άχρηστη αποθήκη
Ηλίθιος κούκλος με σπασμένη μύτη
Μ. Λουντέμης