Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Ο Πορφύρας

Η Κόλαση πάντ' άγρυπνη σου στήθηκε τριγύρου ·
Αλλά δεν έχει δύναμη πάρεξ μακρυά, και πέρα
Μακρυά πο την Παράδεισω, και συ 'ς εσέ χεις μέρος
Μέσα 'ς τα στήθια σου τ' ακούς, Καλέ, να λαχταρίζη;

Κυττάς του ρόδου τη λαμπρή πρώτη χαρά του ήλιου,
Ναι πρώτη, αλλ' όμως δεύτερη από το πρόσωπό σου!

«Χιλιάδες άστρα 'ς το λουτρό μ' εμέ να στείλ' η νύχτα!»

«Γελάς και συ 'ς τα λούλουδα, χάσμα του βράχου μαύρο.»

«Κοντά ναι το χρυσόφτερο, και κατά δω γυρμένο,
Π' άφησε ξάφνου το κλαδί για του γιαλού την πέτρα,
Και κει γροικά της θάλασσας και τ' ουρανού τα κάλλη,
Και κει τραυά τον ήχο του μ' όλα τα μάγια πώχει
Γλυκά δεσε τη θάλασσα και την ερμιά του βράχου,
Και τ' άστρο κράζει πάρωρα, και πρέπει να προβάλη.
Πουλί, πουλάκι, που σκορπάς το θαύμα της φωνής σου,
Ευτυχισμός ά' δεν είναι το θαύμα της φωνής σου,
Καλό ς τη γη δεν άνθισε, 'ς τον ουρανό, κανένα.
Αλλ' αχ! να δώσω μία πλεξιά, και νά μαι κει φθασμένος,
Ακόμ', αφρέ μου, να βαστάς, και νά μαι γυρισμένος,
Με δυο φιλιά της μάννας μου, με φούχτα γη της γης μου»

«Φιλώ τα χέρια μ' και γλυκά το στήθος μ' αγκαλιάζω
Ανοιχτά πάντα κι' άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου.
Ποια πηγή τάχα σε γεννά, χαριτωμένη βρύση;»

Φύση, χαμόγελ' άστραψες κ' εγίνηκες δική του·
Ελπίδα, τώδεσες το νου μ' όλα τα μάγια πώχεις·
Νιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλωσύνης.
Γύρου κυττά να τον ιδή . . . . . . . . . . . .
Κοντά ναι κει 'ς τον νιον ομπρός ο τίγρις του πελάγου
Κι' αλιά! μακρυά ναι το σπαθί, μακρυά ναι το τουφέκι!
Αλλ' όπως έσχισ' εύκολα βάθος τρανό, κ' εβγήκε,
Κι' ώρμησε . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο,
Κατά το στήθος το πλατύ, και το ξανθό κεφάλι,
Κατά τη μεγαλόψυχη γλυκειά πνοή της νιότης,
Έτσι κι' ο νιος . . . . . . . . . . . . . .
Της φύσης από τ'ς όμορφες και δυναταίς αγκάλαις,
Οπού τον εγλυκόσφιγγε και του γλυκομιλούσε.
Κ' ευθύς ξυπνά 'ς τ' ελεύθερο γυμνό κορμί π' αστράφτει,
Την τέχνη του κολυμπιστή μ' αυτήν του πολεμάρχου.

Πριν πάψ' η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει.

Άστραψε φως, κ' εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του.
 Οι κόσμοι γύρου ν' άνοιγαν κορώναις να του ρήξουν,
      . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Απομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου,
Όμορφε ξένε και καλέ και 'ς τον ανθό της νιότης,
Άμε και δέξου 'ς το γιαλό του δυνατού την κλάψα

Δ. Σολωμός