Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Το Καλοκαίρι του Μεταστάσιου

Τώρα η άνοιξη μας έκρυψε
Τ' ανθηρά, τα ωραία της δώρα,
Και προβαίνει ασταχοφόρα
Του καλοκαιριού η αυγή.

Και αποκάτου από τον ήλιο
Τόσο του άμμου η λαύρα αυξήνει,
Που εις τη βάρβαρη Κυρήνη
Μόλις είναι η λαύρα αυτή.

Τώρα πλέον το γλυκοχάραμα
Η δροσιά δε συντροφεύει,
Χόρτο ούτ' άνθι θεραπεύει
Μήτε μία σταλαματιά.

Πλέον δε σέρνει ο ρύαξ το ρεύμα
Εις την γην, οπού διψάει,
Και σκασμένη αναζητάει
Τα καρπόφορα νερά.

Τη φαγό κυττάζει ο ήλιος
Μπουχωμένη, χλωμιασμένη,
Που είδε ο Μάης ξανανιωμένη,
Εις τα φύλλα, εις τη μορφή.

Και εις την γην την μητρικήν της
Σκιάν ολίγη δεν αφίνει,
Μήτε σκιά του ρύακος δίνει,
Που της έδωσε θροφή.

Ιδρωμένος στήθια, πρόσωπο,
Πάνω εκεί 'ς τα θερισμένα,
Με τα μέλη ξαπλωμένα,
Νά, κοιμάται ο θεριστής·

Πάει, και τ'ς ίδρωτες, που τρέχουν,
Αποπάνου του γυρμένη,
Η βοσκούλα ερωτεμένη
Του σφουγγίζει παρευθύς.

Κείτεται 'ς την γη την άκαρπη
Το σκυλί, κι' αδυναμίζει,
Και ποτέ του δε γαυγίζει
'Σ τον αυθέντη του κοντά.

Αλλά το ξερό λαρύγγι
Πολεμάει να ξανασάνη,
Παίρνει αέρηδες, και βγάνει
Λαχανιάσματα συχνά

Κειος ο ταύρος, που ποιμένες,
Νύμφαις, τού χανε καμάρι,
Με τα κέρατα αντιβάρει
Εις τα δέντρα δυνατά, —

Τώρα αργός κυττάει, μουγκρίζει,
'Σ του αυλακιού την πρασινάδα,
Και με μούγκρισμα η γελάδα
Αποκρειέται ερωτικά.

Τα πετούμενα ησυχάζουν
Μελωδίαις δεν ασηκώνει
Το γλυκόφωνο τ' αηδόνι,
Αλλ' ο τσίτσικας λαλεί.

Και τα εντύματα τα νέα
Δείχνουν τα παλαιά τα φίδια·
Διπλωμένα 'ς τα φραξίδια
Προς τον ήλιο έχουν στολή.

Της ημέρας της μακρύας
Εις την κάψα, ως και τα μαύρα
Και τα ψάρια από τη λαύρα
Έχουν κύματα ζεστά·

Και από τ' άντρα τους δε βγαίνουν
Μέσ 'ς το πέλαο να τρέχουν,
Αλλ' οικιά 'ς ταις πέτραις έχουν,
Και εις τα φύκια τα πικρά.

Δ. Σολωμός