Τώρα που η ξάστερη
Νύχτα μονάχους
Μας ηύρε απάντεχα,
Και εκεί 'ς τους βράχους
Σχίζεται η θάλασσα
Σιγαλινά·
Τώρα που ανοίγεται
Κάθε καρδία
'Σ την λύπη, ακούσετε
Μίαν ιστορία,
Που την αισθάνονται
Τα σωθικά.
Σε κοιμητήριο
Είναι στημένα
Δύο κυπαρίσσια
_Αδελφωμένα_,
Που πρασινίζουνε
Μέσ' 'ς τους σταυρούς.
_Όταν μεσάνυχτα_
Καταβουΐζουν
_Οι άνεμοι, αν τά βλεπες_
Πώς κυματίζουν,
_Έλεες πως κράζουνε_
Τους ζωντανούς.
Δύο αδέλφια δύστυχα
Κοιμούνται κάτου
Τον ανεξύπνητον
Ύπνον θανάτου,
Κ' έχασε η μάννα τους
Τα λογικά.
Τα μαύρα! επαίζανε
Εκεί οπού στέκει
Ο πύργος· κ' έπεσε
Τ' αστροπελέκι,
Κι' άψυχα τ' άφησε,
Τα θλιβερά
Ροδοστεφάνωτα
Ασπροεντυμένα
Τα κατεβάσανε
Αγκαλιασμένα
Μέσα εις την ύστερη
Αλησμονιά.
Δεν άκουες βάβυσμα
Χαμένου σκύλου·
Πουλιού δεν άκουες
Λάλημα, ή χείλου,
Η κλωνοφλίφλισμα
Να πνέη τερπνά·
Νερομουρμούρισμα,
Οπού αναβρύζει,
Και τ'ς επιτύμβιαις
Πέτραις δροσίζει,
Μόλις αντίσκοβε
Τη σιγαλιά.
Θανής δεν έμνεσκαν
Άλλα σημεία,
Πάρεξ του λίβανου
Η μυρωδία,
Οπού εχυνότουνε
'Σ την ερημιά.
(Η δύστυχη μητέρα έρχεται εκεί τρέχοντας).
Στέκει, μυρίζεται
Εις τον αέρα,
Και συλλογίζεται, —
Μαύρη μητέρα! —
Σαν κάτι να θελε
Να θυμηθή.
'Σ τον τοίχο σύρριζα
Σκύφτει, κυττάει,
Γλυκολυπούμενη
Χαμογελάει
Κατά τα εντάφια
Χόρτα πικρά.
Κατά τα σύγνεφα,
Κατά τ' αστέρια,
Τρεμομανιάζοντας
Ρίχτει τα χέρια,
Και κλαίει και ρυάζεται
Τρομαχτικά.
Της πέφτουν έπειτα,
Και ληθαργίζει,
Και πάλε αρχίναε
Να τριγυρίζη
Το περιτείχισμα
Πασπατευτά.
Γύριζε, γύριζε,
Τέλος εμπαίνει
'Σ το σημαντρήριο,
Και τ' αναιβαίνει,
Τα ίχνη αλλάζοντας
Σπουδαχτικά.
Ήτον 'ς την άλαλη
Τη μοναξία
Στρογγυλοφέγγαρη
Φωτοχυσία,
Σαν τη λαμπρόπλαστη
Πρωτονυχτιά·
Όμως η δύστυχη,
Ξεφρενωμένη,
Κυττάζει ολόγυρα
Τετρομασμένη,
Πράχνει τα σήμαντρα,
Κράζει σφιχτά.
«Γλήγορα ας φύγουνε
»Απ' τα λαγκάδια
»Κεια τα φριχτότατα
»Πυκνά σκοτάδια·
»Αχ! με πλακώνουνε
»Μέσ' 'ς την καρδιά.»
»Γλήγορα ας φύγουνε,
»Δεν τα πομένω,
»Μοιάζουνε, μοιάζουνε.
»Με το σχισμένο
»Ρούχο, που σκέπασε
»Τα δυο παιδιά.»
Γ κ λ α ν, γ κ λ α ν, τα σήμαντρα
Της εκκλησίας,
Γ κ λ α ν, γ κ λ α ν, οι αντίλαλοι
Της ερημίας
Αποκρινόντανε
Φριχτά φριχτά.
»Από την έρημη
»Αναφωνήτρα,
»Που ναι εις τους δύστυχους
»Παρηγορήτρα,
»Είχαν δυο ξέμετρα
»Τα δυο παιδιά·»
«Τα χω 'ς τον κόρφο μου,
»Και τα φυλάω·
»Με αυτά τα ξέμετρα
»Θε να μετράω
»Τα δυο τους μνήματα
»Καθημερνά».
Γ κ λ α ν, γ κ λ α ν, τα σήμαντρα
Της εκκλησίας,
Γ κ λ α ν, γ κ λ α ν, οι αντίλαλοι
Της ερημίας
Αποκρινόντανε
Φριχτά φριχτά.
«Βραχνό το ψάλσιμο·
»Τα κεριά αχνίζουν
»Του νεκροκρέβατου
»Τα ξύλα τρίζουν
»Αργά τα σήμαντρα,
»Και τρομερά».
«Ναι, ναι, απεθάνανε·
»Μέσα 'ς το σκότο
»Τα κατεβάσανε, —
»Ακούω τον κρότο, —
»Τα κατεβάσανε
»Βαθιά βαθιά».
Γ κ λ α ν, γ κ λ α ν, τα σήμαντρα
Της εκκλησίας,
Γ κ λ α ν, γ κ λ α ν, οι αντίλαλοι
Της ερημίας
Αποκρινόντανε
Φριχτά φριχτά
«Γιατί τινάζετε
»Πάνω τους χώματα;
»Μη, μη σκεπάζετε
»Τα μικρά σώματα
»Που αποκοιμήθηκαν
»Γλυκά, γλυκά».
«Αύριο θα κόψουμε
»Κάτι λουλούδια.
»Αύριο θα ψάλουμε
»Κάτι τραγούδια,
»Εις την πολύανθη
»Πρωτομαγιά».
Γ κ λ α ν, γ κ λ α ν, τα σήμαντρα
Της εκκλησίας
Γ κ λ α ν, γ κ λ α ν, οι αντίλαλοι
Της ερημίας
Αποκρινόντανε
Φριχτά φριχτά·
Γ κ λ α ν, γ κ λ α ν, παράδερνε
Με τα γλωσσίδια,
Κ' εματαρχίναε,
Κ' έλεε τα ίδια,
Ως οπού εβράχνιασε
Θανατερά.
Νά, που δροσόβολη
Αύρα ξυπνάει,
Και ψιθυρίζοντας
Μοσχοβολάει
Από τα αρώματα
Τα αυγερινά·
'Σ τα φύλλα επέρναε
Και της καρδίας,
Σαν τα κινήματα
Της φαντασίας
Που ζωγραφίζουνε
Την ευτυχιά·
Εκείν' η δύστυχη
Τραυάει την άχνα,
Βαθιά τα αισθάνθηκε
Μέσα 'ς τα σπλάχνα,
Αχ! κ' εκατέβηκε
'Σ την ερημιά.
Με λύπη εγκάρδια
Εθεωρούσε
Όλα τα μνήματα,
Και τα μετρούσε
Με τ' αργό κίνημα
Της κεφαλής.
Δ. Σολωμός
Νύχτα μονάχους
Μας ηύρε απάντεχα,
Και εκεί 'ς τους βράχους
Σχίζεται η θάλασσα
Σιγαλινά·
Τώρα που ανοίγεται
Κάθε καρδία
'Σ την λύπη, ακούσετε
Μίαν ιστορία,
Που την αισθάνονται
Τα σωθικά.
Σε κοιμητήριο
Είναι στημένα
Δύο κυπαρίσσια
_Αδελφωμένα_,
Που πρασινίζουνε
Μέσ' 'ς τους σταυρούς.
_Όταν μεσάνυχτα_
Καταβουΐζουν
_Οι άνεμοι, αν τά βλεπες_
Πώς κυματίζουν,
_Έλεες πως κράζουνε_
Τους ζωντανούς.
Δύο αδέλφια δύστυχα
Κοιμούνται κάτου
Τον ανεξύπνητον
Ύπνον θανάτου,
Κ' έχασε η μάννα τους
Τα λογικά.
Τα μαύρα! επαίζανε
Εκεί οπού στέκει
Ο πύργος· κ' έπεσε
Τ' αστροπελέκι,
Κι' άψυχα τ' άφησε,
Τα θλιβερά
Ροδοστεφάνωτα
Ασπροεντυμένα
Τα κατεβάσανε
Αγκαλιασμένα
Μέσα εις την ύστερη
Αλησμονιά.
Δεν άκουες βάβυσμα
Χαμένου σκύλου·
Πουλιού δεν άκουες
Λάλημα, ή χείλου,
Η κλωνοφλίφλισμα
Να πνέη τερπνά·
Νερομουρμούρισμα,
Οπού αναβρύζει,
Και τ'ς επιτύμβιαις
Πέτραις δροσίζει,
Μόλις αντίσκοβε
Τη σιγαλιά.
Θανής δεν έμνεσκαν
Άλλα σημεία,
Πάρεξ του λίβανου
Η μυρωδία,
Οπού εχυνότουνε
'Σ την ερημιά.
(Η δύστυχη μητέρα έρχεται εκεί τρέχοντας).
Στέκει, μυρίζεται
Εις τον αέρα,
Και συλλογίζεται, —
Μαύρη μητέρα! —
Σαν κάτι να θελε
Να θυμηθή.
'Σ τον τοίχο σύρριζα
Σκύφτει, κυττάει,
Γλυκολυπούμενη
Χαμογελάει
Κατά τα εντάφια
Χόρτα πικρά.
Κατά τα σύγνεφα,
Κατά τ' αστέρια,
Τρεμομανιάζοντας
Ρίχτει τα χέρια,
Και κλαίει και ρυάζεται
Τρομαχτικά.
Της πέφτουν έπειτα,
Και ληθαργίζει,
Και πάλε αρχίναε
Να τριγυρίζη
Το περιτείχισμα
Πασπατευτά.
Γύριζε, γύριζε,
Τέλος εμπαίνει
'Σ το σημαντρήριο,
Και τ' αναιβαίνει,
Τα ίχνη αλλάζοντας
Σπουδαχτικά.
Ήτον 'ς την άλαλη
Τη μοναξία
Στρογγυλοφέγγαρη
Φωτοχυσία,
Σαν τη λαμπρόπλαστη
Πρωτονυχτιά·
Όμως η δύστυχη,
Ξεφρενωμένη,
Κυττάζει ολόγυρα
Τετρομασμένη,
Πράχνει τα σήμαντρα,
Κράζει σφιχτά.
«Γλήγορα ας φύγουνε
»Απ' τα λαγκάδια
»Κεια τα φριχτότατα
»Πυκνά σκοτάδια·
»Αχ! με πλακώνουνε
»Μέσ' 'ς την καρδιά.»
»Γλήγορα ας φύγουνε,
»Δεν τα πομένω,
»Μοιάζουνε, μοιάζουνε.
»Με το σχισμένο
»Ρούχο, που σκέπασε
»Τα δυο παιδιά.»
Γ κ λ α ν, γ κ λ α ν, τα σήμαντρα
Της εκκλησίας,
Γ κ λ α ν, γ κ λ α ν, οι αντίλαλοι
Της ερημίας
Αποκρινόντανε
Φριχτά φριχτά.
»Από την έρημη
»Αναφωνήτρα,
»Που ναι εις τους δύστυχους
»Παρηγορήτρα,
»Είχαν δυο ξέμετρα
»Τα δυο παιδιά·»
«Τα χω 'ς τον κόρφο μου,
»Και τα φυλάω·
»Με αυτά τα ξέμετρα
»Θε να μετράω
»Τα δυο τους μνήματα
»Καθημερνά».
Γ κ λ α ν, γ κ λ α ν, τα σήμαντρα
Της εκκλησίας,
Γ κ λ α ν, γ κ λ α ν, οι αντίλαλοι
Της ερημίας
Αποκρινόντανε
Φριχτά φριχτά.
«Βραχνό το ψάλσιμο·
»Τα κεριά αχνίζουν
»Του νεκροκρέβατου
»Τα ξύλα τρίζουν
»Αργά τα σήμαντρα,
»Και τρομερά».
«Ναι, ναι, απεθάνανε·
»Μέσα 'ς το σκότο
»Τα κατεβάσανε, —
»Ακούω τον κρότο, —
»Τα κατεβάσανε
»Βαθιά βαθιά».
Γ κ λ α ν, γ κ λ α ν, τα σήμαντρα
Της εκκλησίας,
Γ κ λ α ν, γ κ λ α ν, οι αντίλαλοι
Της ερημίας
Αποκρινόντανε
Φριχτά φριχτά
«Γιατί τινάζετε
»Πάνω τους χώματα;
»Μη, μη σκεπάζετε
»Τα μικρά σώματα
»Που αποκοιμήθηκαν
»Γλυκά, γλυκά».
«Αύριο θα κόψουμε
»Κάτι λουλούδια.
»Αύριο θα ψάλουμε
»Κάτι τραγούδια,
»Εις την πολύανθη
»Πρωτομαγιά».
Γ κ λ α ν, γ κ λ α ν, τα σήμαντρα
Της εκκλησίας
Γ κ λ α ν, γ κ λ α ν, οι αντίλαλοι
Της ερημίας
Αποκρινόντανε
Φριχτά φριχτά·
Γ κ λ α ν, γ κ λ α ν, παράδερνε
Με τα γλωσσίδια,
Κ' εματαρχίναε,
Κ' έλεε τα ίδια,
Ως οπού εβράχνιασε
Θανατερά.
Νά, που δροσόβολη
Αύρα ξυπνάει,
Και ψιθυρίζοντας
Μοσχοβολάει
Από τα αρώματα
Τα αυγερινά·
'Σ τα φύλλα επέρναε
Και της καρδίας,
Σαν τα κινήματα
Της φαντασίας
Που ζωγραφίζουνε
Την ευτυχιά·
Εκείν' η δύστυχη
Τραυάει την άχνα,
Βαθιά τα αισθάνθηκε
Μέσα 'ς τα σπλάχνα,
Αχ! κ' εκατέβηκε
'Σ την ερημιά.
Με λύπη εγκάρδια
Εθεωρούσε
Όλα τα μνήματα,
Και τα μετρούσε
Με τ' αργό κίνημα
Της κεφαλής.
Δ. Σολωμός