Θέλω να μείνει δίχως κοίτη το νερό.
Θέλω να μείνει ο άνεμος δίχως κοιλάδες.
Θέλω να μείνει ο άνεμος δίχως κοιλάδες.
Θέλω να μείνει η νύχτα δίχως μάτια
κι η καρδιά μου δίχως τ’ άνθος της το χρυσαφένιο∙
τα βόδια να μιλήσουνε με τα μεγάλα φύλλα
και το σκουλίκι να πεθάνει από σκιά∙
ν’ αστράψουνε της νεκροκεφαλής τα δόντια
κι η κιτρινάδα το μετάξι να πλημμυρίσει.
κι η καρδιά μου δίχως τ’ άνθος της το χρυσαφένιο∙
τα βόδια να μιλήσουνε με τα μεγάλα φύλλα
και το σκουλίκι να πεθάνει από σκιά∙
ν’ αστράψουνε της νεκροκεφαλής τα δόντια
κι η κιτρινάδα το μετάξι να πλημμυρίσει.
Μπορώ να δω της πληγωμένης νύχτας τη μονομαχία
καθώς παλεύει αγκαλιασμένη με το μεσημέρι.
καθώς παλεύει αγκαλιασμένη με το μεσημέρι.
Αντέχω εγώ μια δύση όλο από πράσινο φαρμάκι
και τα σπασμένα τόξα όπου ο χρόνος υποφέρει.
και τα σπασμένα τόξα όπου ο χρόνος υποφέρει.
Μα την καθάρια γύμνια σου μη την φωτίζεις
σα μαύρο κάκτο ανάμεσα στις καλαμιές ανοιγμένο.
σα μαύρο κάκτο ανάμεσα στις καλαμιές ανοιγμένο.
Άφησέ με σε μιαν αγωνία σκοτεινών πλανητών,
όμως τη δροσερή σου μέση μη μου δείχνεις.
όμως τη δροσερή σου μέση μη μου δείχνεις.
F. García Lorca