Κάτω από φώτα γκριζοκίτρινα καμπόσα
(και πελιδνά) χοροπηδά η Ζωή και γνέθει
αστόχαστη, άνευ λόγου, ασύνετη, βοώσα.
Και στον ορίζοντα, όταν με τρανά μεγέθη
η νύχτα σκαρφαλώνει (κι είν’ πελώρια νήσος)
–γλυκαίνοντας τα πάντα, ακόμα και την πείνα,
και σβήνοντας τα πάντα, ακόμα και το μίσος–
ο Ποιητής μονολογεί: «Επί τέλους! Κίνα,
ω πνεύμα… κινηθείτε τώρα, ω σπόνδυλοί μου,
και διεκδικήστε την ανάπαυση με ζέση!
Με πέπλους όνειρου κατ’ εξοχήν πενθίμου
στα σώψυχα κοιμάμαι: ανάσκελα έχω πέσει,
και στα σεντόνια σας θα τυλιχτώ ν’ ανέβει
ξανά η έμπνευσή μου, ω ακμαία, ω δροσερά μου ερέβη!»
C. Baudelaire
(και πελιδνά) χοροπηδά η Ζωή και γνέθει
αστόχαστη, άνευ λόγου, ασύνετη, βοώσα.
Και στον ορίζοντα, όταν με τρανά μεγέθη
η νύχτα σκαρφαλώνει (κι είν’ πελώρια νήσος)
–γλυκαίνοντας τα πάντα, ακόμα και την πείνα,
και σβήνοντας τα πάντα, ακόμα και το μίσος–
ο Ποιητής μονολογεί: «Επί τέλους! Κίνα,
ω πνεύμα… κινηθείτε τώρα, ω σπόνδυλοί μου,
και διεκδικήστε την ανάπαυση με ζέση!
Με πέπλους όνειρου κατ’ εξοχήν πενθίμου
στα σώψυχα κοιμάμαι: ανάσκελα έχω πέσει,
και στα σεντόνια σας θα τυλιχτώ ν’ ανέβει
ξανά η έμπνευσή μου, ω ακμαία, ω δροσερά μου ερέβη!»
C. Baudelaire