Ένα μαύρο, πλατύ προσωπείο, κρεμασμένο στον τοίχο.
Πίσω απ’ τα κούφια μάτια και το στόμα
η σκιά του προσωπείου. Αργότερα
μια παχιά, κόκκινη γλώσσα κρεμάστηκε
απ’ την τρύπα του στόματος. Έκλεισε η τρύπα.
Τα μάτια γέμισαν με δυό κυρτούς φακούς
ολότελα μαύρους. Πάνω τους καθρεφτίστηκε
η φλόγα του κεριού, πλάι στο γυμνό κρεβάτι.
Μα τί ’θελε να πεί κείνη η κόκκινη γλώσσα,
υγρή, κρεμάμενη, σαλεύοντας ατέλειωτα
όπως η γλώσσα των μουγκών, με μια έκφραση
πνιγμού και σαρκασμού και πανουργίας;
Γ. Ρίτσος
Πίσω απ’ τα κούφια μάτια και το στόμα
η σκιά του προσωπείου. Αργότερα
μια παχιά, κόκκινη γλώσσα κρεμάστηκε
απ’ την τρύπα του στόματος. Έκλεισε η τρύπα.
Τα μάτια γέμισαν με δυό κυρτούς φακούς
ολότελα μαύρους. Πάνω τους καθρεφτίστηκε
η φλόγα του κεριού, πλάι στο γυμνό κρεβάτι.
Μα τί ’θελε να πεί κείνη η κόκκινη γλώσσα,
υγρή, κρεμάμενη, σαλεύοντας ατέλειωτα
όπως η γλώσσα των μουγκών, με μια έκφραση
πνιγμού και σαρκασμού και πανουργίας;
Γ. Ρίτσος