Όταν το φως της ρίχνει η αυγή το λευκορροδισμένο
στους γλεντοκήπους και γροικούν σαν τύψη το Ιδεώδες,
κάτι το εκδικητικό και το μυστηριώδες,
εν᾿ άγγελο στο κτήνος τους, ξυπνά, το ναρκωμένο.
Των ψυχικών τότε ουρανών τ᾿ άφθαστο γαλανό,
για κείνον που ρεμβάζει ωχρός και που υποφέρει ακόμα,
ανοίγεται και τον τραβά καθώς βαράθρου στόμα.
Έτσι, γλυκιά Θεά μου, αγνό Πλάσμα και φωτεινό,
στα καπνισμένα ερείπια των ηλιθίων γλεντιών,
πιο φωτεινή, πιο ρόδινη, πιο ωραία η θυμησή σου,
αδιάκοπα στα εκστατικά μάτια μου φτερουγίζει.
Ο ήλιος εσκοτείνιασε τη φλόγα των κεριών·
έτσι νικήτρα πάντοτε, μοιάζει η σκιά η δική σου
με τον αθάνατο ήλιον, ω ψυχή, που φως σκορπίζει!
C. Baudelaire
στους γλεντοκήπους και γροικούν σαν τύψη το Ιδεώδες,
κάτι το εκδικητικό και το μυστηριώδες,
εν᾿ άγγελο στο κτήνος τους, ξυπνά, το ναρκωμένο.
Των ψυχικών τότε ουρανών τ᾿ άφθαστο γαλανό,
για κείνον που ρεμβάζει ωχρός και που υποφέρει ακόμα,
ανοίγεται και τον τραβά καθώς βαράθρου στόμα.
Έτσι, γλυκιά Θεά μου, αγνό Πλάσμα και φωτεινό,
στα καπνισμένα ερείπια των ηλιθίων γλεντιών,
πιο φωτεινή, πιο ρόδινη, πιο ωραία η θυμησή σου,
αδιάκοπα στα εκστατικά μάτια μου φτερουγίζει.
Ο ήλιος εσκοτείνιασε τη φλόγα των κεριών·
έτσι νικήτρα πάντοτε, μοιάζει η σκιά η δική σου
με τον αθάνατο ήλιον, ω ψυχή, που φως σκορπίζει!
C. Baudelaire