Μες στο βαθύ σου νόημα τη σκέψη μου όλη εβύθισα.
Εσύ, Υπερούσια Δύναμη, το θείο σπινθήρα δος μου.
Μίσους ανήμερος σεισμός ξεσάλεψε τα θέμελα του κόσμου.
Φυγάδεψε απ᾿ τα χείλη ο χαλασμός το χαμογέλιο των ανθρώπων
κι όλα τα μάτια με άμετρη κακία έχει γεμίσει.
Προς Σε, Υπερούσια Δύναμη, νικώντας τη χυδαία βοή
του πλήθους που αλαλάζει,
τούτη τη δέηση ψηλώνω κυπαρίσσι.
Τα χέρια μου, λευκά σαν το χαλάζι, τ᾿ απλώνω,
ν᾿ απιθώσης μία φωτιά, τη θεία φωτιά,
που φλόγες μες στις φούχτες μου τρανές ας αναδώση
κι ακατάλυτες, του κόσμου την καρδιά
μ᾿ αποκοτιά, σαν σε καμίνι μέταλλο σκληρό, να λειώσω
κι αμόλυντη, καθάρια έναν καιρό
στον άνθρωπο ξανά να τήνε δώσω.
Ω, ας ήταν σάρκα νάπαιρνε το τέτοιο παρακάλι,
τα μάγια που έσπειρε το Πνεύμα του Κακού,
να ξαναλύσουν, καμπάνες γιορτινές να διαλαλήσουν
τ᾿ ολόφωτο αναγάλλιασμα της πλάσης όλης πάλι.
Κι ας ήτανε στην άχραντη καρδιά,
που θάδινα στον άνθρωπο,
θρόνο για πάντα νάστηνεν
η ρήγισσα η Αγάπη,
μ᾿ ανασασμό κάποια γαλάζια χαραυγή
να σκύψη πάλι ο άνθρωπος στη γη,
ξανά για να φυλλώσουν τα κλαδιά
να πάρη η χτίση νέα ζωή,
που από το βούρκο εσάπη.
Καί τα σκυφτά καματερά, οργώνοντας με νέα χαρά
το χώμα, που αίμα ανθρώπινο το πότισε
και σαρκοφάγα τόσκαψαν ορνίθια,
να κάνουν να φουσκώση σαν τα στήθια
της ώριμης κοπέλας,
να καρπίση απ᾿ τ᾿ αγαθά,
που απλόχερα χαρίζει η μάννα η φύση,
για να ψηλώσουν πάλι οι θημωνιές
και να χορέψουνε κρινόποδες οι νιές
γοργοπατούσες μες στ᾿ αλώνια,
με της φωνής τους τ᾿ αργυρόηχο το κρουστάλλι
στις φυλλωσιές
ταράζοντας τα κλώνια.
Ω, ας ήταν σάρκα νάπαιρνε τ᾿ αθώο μου παρακάλι,
τόσα πουλιά, που κρύφτηκαν με τρόμο σε τρύπες μέσα,
όπου το φως ποτέ δεν έχει φτάσει,
να ξαναβρούνε το γαλάζιον ουρανό,
να τραγουδήσουν πάλι μες στα δάση,
μες στο λαγκάδι, στο βουνό.
Κι εγώ άγνωρος, μα στη χαρά με στήθος ανοιχτό,
μακάριος πιά, γεμάτος αγαθότητα, να πάω
και ν᾿ αποτραβηχτώ σε μία αμμουδιά,
σ᾿ ένα ακρογιάλι χαρωπό, ν᾿ ακούω, ν᾿ ακούω
αναγυρτός βράδυ, πρωί και δείλι
το μυστικό της άσωστης δημιουργίας σκοπό,
που ρόδινος θα βγαίνη απ᾿ το κοχύλι.
Σ. Σπεράντσας
Εσύ, Υπερούσια Δύναμη, το θείο σπινθήρα δος μου.
Μίσους ανήμερος σεισμός ξεσάλεψε τα θέμελα του κόσμου.
Φυγάδεψε απ᾿ τα χείλη ο χαλασμός το χαμογέλιο των ανθρώπων
κι όλα τα μάτια με άμετρη κακία έχει γεμίσει.
Προς Σε, Υπερούσια Δύναμη, νικώντας τη χυδαία βοή
του πλήθους που αλαλάζει,
τούτη τη δέηση ψηλώνω κυπαρίσσι.
Τα χέρια μου, λευκά σαν το χαλάζι, τ᾿ απλώνω,
ν᾿ απιθώσης μία φωτιά, τη θεία φωτιά,
που φλόγες μες στις φούχτες μου τρανές ας αναδώση
κι ακατάλυτες, του κόσμου την καρδιά
μ᾿ αποκοτιά, σαν σε καμίνι μέταλλο σκληρό, να λειώσω
κι αμόλυντη, καθάρια έναν καιρό
στον άνθρωπο ξανά να τήνε δώσω.
Ω, ας ήταν σάρκα νάπαιρνε το τέτοιο παρακάλι,
τα μάγια που έσπειρε το Πνεύμα του Κακού,
να ξαναλύσουν, καμπάνες γιορτινές να διαλαλήσουν
τ᾿ ολόφωτο αναγάλλιασμα της πλάσης όλης πάλι.
Κι ας ήτανε στην άχραντη καρδιά,
που θάδινα στον άνθρωπο,
θρόνο για πάντα νάστηνεν
η ρήγισσα η Αγάπη,
μ᾿ ανασασμό κάποια γαλάζια χαραυγή
να σκύψη πάλι ο άνθρωπος στη γη,
ξανά για να φυλλώσουν τα κλαδιά
να πάρη η χτίση νέα ζωή,
που από το βούρκο εσάπη.
Καί τα σκυφτά καματερά, οργώνοντας με νέα χαρά
το χώμα, που αίμα ανθρώπινο το πότισε
και σαρκοφάγα τόσκαψαν ορνίθια,
να κάνουν να φουσκώση σαν τα στήθια
της ώριμης κοπέλας,
να καρπίση απ᾿ τ᾿ αγαθά,
που απλόχερα χαρίζει η μάννα η φύση,
για να ψηλώσουν πάλι οι θημωνιές
και να χορέψουνε κρινόποδες οι νιές
γοργοπατούσες μες στ᾿ αλώνια,
με της φωνής τους τ᾿ αργυρόηχο το κρουστάλλι
στις φυλλωσιές
ταράζοντας τα κλώνια.
Ω, ας ήταν σάρκα νάπαιρνε τ᾿ αθώο μου παρακάλι,
τόσα πουλιά, που κρύφτηκαν με τρόμο σε τρύπες μέσα,
όπου το φως ποτέ δεν έχει φτάσει,
να ξαναβρούνε το γαλάζιον ουρανό,
να τραγουδήσουν πάλι μες στα δάση,
μες στο λαγκάδι, στο βουνό.
Κι εγώ άγνωρος, μα στη χαρά με στήθος ανοιχτό,
μακάριος πιά, γεμάτος αγαθότητα, να πάω
και ν᾿ αποτραβηχτώ σε μία αμμουδιά,
σ᾿ ένα ακρογιάλι χαρωπό, ν᾿ ακούω, ν᾿ ακούω
αναγυρτός βράδυ, πρωί και δείλι
το μυστικό της άσωστης δημιουργίας σκοπό,
που ρόδινος θα βγαίνη απ᾿ το κοχύλι.
Σ. Σπεράντσας