Κι ασπρογάλλιαζε κι η αυγή,
και γυρνούσα στρατοκόπος,
και είδα σύναξη πυκνή·
κι έξω από τη χώρα ήταν ο τόπος
κάψαλο, και σαν απαρνητής
κάθε πράσινου τριγύρω του· πλατύς
όχτος κόκκινος, κι απάνω του
ξάναβε φωτιά, και γύρω της
ρασοφόροι, καλογέροι, χριστιανοί
τήνε θρέφαν, και το ρύθµιζε το βήµα τους
µια τροµάρα, µια ηδονή.
Κι έκαιγε η φωτιά τα µαυροχάραχτα
φύλλα και χαρτιά,
κι ήταν σαν κορµιά και σα χεράκια,
και σαν πρόσωπα, και µες απ’ τους καπνούς
µε τις φλόγες, µε τις σπίθες
κάποια πνέµατα πετούσαν προς τα ύψη,
και ζευγαρωτό το πέταµά τους
µε τους ορθρινούς κορυδαλλούς.
Και παράµερα µιαν άλλη συντροφιά
στέκονταν, κι από το στάσιµό της
δείχνεται ακατάδεχτη µια σκέψη
και µια θλίψη ευγενικιά.
Και τους γνώρισα· ήταν οι Πολύθεοι
κι οι χριστιανοµάχοι κι οι εθνικοί,
κι οι φιλόσοφοι, του ονείρου οι κυνηγοί,
στη λατρεία των αγύριστων Ελλήνων
οι γονατιστοί.
Τη φωτιά την αντικρίζανε
σαν ιερό βωµό,
σα να παραφύλαγαν τα λείψανά της
να τα συµµαζώξουνε για το ναό.
«Της φωτιάς βιγλάτορες,
η φωτιά τι καίει εδώ;»
Και µε κοίταξαν και µου είπαν: «Τρέµε,
γύφτε, κι οι άπιστοι όλοι! Καίµε
το βιβλίο τ’ αφορισµένο,
το κακούργο, το γραµµένο
απ’ το Γεµιστό,
το βιβλίο που δε θέλει την Παρθένο
και δεν ξέρει το Χριστό,
και σε δόξας ανεβάζει θρόνους
και λατρεύει για θεούς
τα στοιχειά και τους δαιµόνους
και των ψεύτικων ειδώλων τους λαούς!»
Στη γλυκειά και µ’ όλα τα τριαντάφυλλα
κεντισµένη αυγή,
και πριν ο ήλιος να χυθεί
τρίδιπλοι χυθήκανε ψαλµοί·
και ήταν ο ψαλµός των Χριστιανών,
και ήταν των Πολύθεων ο ψαλµός,
κι ο ψαλµός του Γύφτου εµένα,
τρίτος και στερνός.
Κ. Παλαμάς
και γυρνούσα στρατοκόπος,
και είδα σύναξη πυκνή·
κι έξω από τη χώρα ήταν ο τόπος
κάψαλο, και σαν απαρνητής
κάθε πράσινου τριγύρω του· πλατύς
όχτος κόκκινος, κι απάνω του
ξάναβε φωτιά, και γύρω της
ρασοφόροι, καλογέροι, χριστιανοί
τήνε θρέφαν, και το ρύθµιζε το βήµα τους
µια τροµάρα, µια ηδονή.
Κι έκαιγε η φωτιά τα µαυροχάραχτα
φύλλα και χαρτιά,
κι ήταν σαν κορµιά και σα χεράκια,
και σαν πρόσωπα, και µες απ’ τους καπνούς
µε τις φλόγες, µε τις σπίθες
κάποια πνέµατα πετούσαν προς τα ύψη,
και ζευγαρωτό το πέταµά τους
µε τους ορθρινούς κορυδαλλούς.
Και παράµερα µιαν άλλη συντροφιά
στέκονταν, κι από το στάσιµό της
δείχνεται ακατάδεχτη µια σκέψη
και µια θλίψη ευγενικιά.
Και τους γνώρισα· ήταν οι Πολύθεοι
κι οι χριστιανοµάχοι κι οι εθνικοί,
κι οι φιλόσοφοι, του ονείρου οι κυνηγοί,
στη λατρεία των αγύριστων Ελλήνων
οι γονατιστοί.
Τη φωτιά την αντικρίζανε
σαν ιερό βωµό,
σα να παραφύλαγαν τα λείψανά της
να τα συµµαζώξουνε για το ναό.
«Της φωτιάς βιγλάτορες,
η φωτιά τι καίει εδώ;»
Και µε κοίταξαν και µου είπαν: «Τρέµε,
γύφτε, κι οι άπιστοι όλοι! Καίµε
το βιβλίο τ’ αφορισµένο,
το κακούργο, το γραµµένο
απ’ το Γεµιστό,
το βιβλίο που δε θέλει την Παρθένο
και δεν ξέρει το Χριστό,
και σε δόξας ανεβάζει θρόνους
και λατρεύει για θεούς
τα στοιχειά και τους δαιµόνους
και των ψεύτικων ειδώλων τους λαούς!»
Στη γλυκειά και µ’ όλα τα τριαντάφυλλα
κεντισµένη αυγή,
και πριν ο ήλιος να χυθεί
τρίδιπλοι χυθήκανε ψαλµοί·
και ήταν ο ψαλµός των Χριστιανών,
και ήταν των Πολύθεων ο ψαλµός,
κι ο ψαλµός του Γύφτου εµένα,
τρίτος και στερνός.
Κ. Παλαμάς