Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

Η άγνωστη

Κι ήταν ωραία ως πέρασε άκρη του δρόμου εκεί,

μ’ άγνωστο πάτημα ποδιού και τρυφερό μυστήριο,

στο πεζοδρόμι κρούοντας ωραία ερημική,

των τακουνιών της το γοργό κι ερωτικό εμβατήριο.

Στάθκα στητός, τη μουσική γροικώντας του αλαφρού

κυματισμού των ρούχων της – κι εντός μου ο,τι είχε σπάσει

κι ήταν τραχύ, στης φούστας της το ευγενικό φρού-φρού,

χρυσός να γίνετ’ ένιωθα καρπός πόχει ωριμάσει!

Έφυγε αυτή… Ποιός ξέρει που – σε ποιά σιγή ερημιάς –

νοσταλγική το βήμα της τ’ άγνωστο πάει να δώσει,

κι ήταν αυτή – το νιώθω ναί – που αν ήθελε, με μιάς,

τον βάρβαρό μου εαυτό γλυκά θάχε ημερώσει.

Τώρα; Τώρα στους πρώτους μου έμεινα εδώ οδυρμούς,

Πάνας του δρόμου ερωτικός – η φύση ως μ’ έχει κάμει –

κι είμαι λες, σαν – ποιός ξέρει ποιούς – να ξέχασα δρυμούς

κειό το λιανό – με τρεις οπές – που σφύραγα καλάμι…

Γ. Σκαρίμπας