Σάββατο 22 Αυγούστου 2015

Ύμνος εις την Αθήναν (απόσπασμα)

Είπες και ξάφνου εσώπασες, και πάλι ξαναρχίζεις:

«Σου δίνω ακόμα χάρισμα πρωτάκουστο, μεγάλο.
Το λευκοπράσινο δεντρί που αλλού δεν ξεφυτρώνει.
Σημάδι αγνό 'ς το μέτωπο της σπλαγχνικής Ειρήνης,
Γέρνει μπροστά του ανώφελα του Άρεως τα κοντάρια.
Κανένα χέρι ανθρωπινό δεν το 'χει φυτεμμένο,
Και δεν το γέννησεν η Γη 'σαν τα βλαστάρια τ' άλλα,
Απ' την πνοή μου είνε πνοή και φως από το φως μου·
Δεν το χτυπούν χιονόβολα, και δεν το καίνε λαύραις,
Και τα πελέκια τα εχθρικά δε φτάνουν να το ρίξουν.
Τέσσαρα μάτια επάνου του ακοίμητ' αγρυπνούνε,
Τα μάτια του πονετικού Διός, και τα 'δικά μου.
Ποια πίστι, ποιο αναγάλλιασμα, ποια ευτυχία, ποια νίκη
Θ' απλώνεται 'ς την γην αυτή βαθειά θεμελιωμένη,
Χωρίς να την κηρύττουνε και να τη φανερώνουν
Της σεμνοπρόσωπης εληάς τα φύλλα τασημένια;
Ποιο δέντρο απάνου 'ς τους βωμούς θα καίη και θ' αναιβάζη
Γλυκύτερη την ευωδιά, τη φλόγα απ' τα σφαχτάρια,
Άλλο απ' το δέντρο της εληάς το πολυτιμημένο;
Και πού θα κάνη θαύματα η θεϊκή σου εικόνα,
Παρά μονάχα σκαλιστή σε ξύλο εληάς απάνου;
Σταις πόρταις των καλότυχων σπιτιών όπου γεννιούνται
Ταρσενικά παιδιά, χαραίς κ' ελπίδαις των γονέων,
Σαν ποιο σημάδι θα ταις πη τέτοιαις χαραίς κ' ελπίδες
Άλλο απ' την πράσινην εληά πλεγμένη σε στεφάνι;
'Στα φύλλα της τα ιερά δε 'γγίζουν παρά μόνο
Χέρια παρθένας άδολης, χέρια πιστής γυναίκας.
Και 'σαν του φίλου τη ματιά που σας γλυκοκυττάζει
Και το γλυκό χαμόγελο 'ς τα χείλη σας γεννάει,
Την καλοσύνη θα γεννά μέσ' 'ς την καρδιά η θωριά της.
Κ' εκεί που θ' αγωνίζωνται 'ς τους κάμπους της Ελλάδος
Τα παλληκάρια τα καλά, δόξα, όνειρό τους θα 'χουν
Τους ύμνους τους Πινδαρικούς και της εληάς τους κλάδους!

Κι' αν έρθουν χρόνια δίσεχτα, καταραμένα χρόνια
Κι' αγάλι' αγάλια αχάριστος ξεγελασμένος κόσμος
Σε σβύση απ' τη λατρεία του κι' απ' την ενθύμισί του,
Θα πέσης, θ' αποκοιμηθής βαθειά, δε θα πεθάνης.
Γιατ' είν' αθάνατ' οι θεοί και Χάρο δε φοβούνται,
Ξεχάνονται, δε χάνονται, την πλάσι πάντα ορίζουν,
Κι' αν τους αρνιούντ' οι άνθρωποι, πάντα θυμούντ' εκείνοι.
Όμοια θα να είσαι αθάνατη κ' εσύ 'σαν τους θεούς σου,
Ω ερωμένη των θεών πολυαγαπημένη!
Όταν της Μοίρας η βουλή που δεν ακούει κανένα,
Που δεν τη σταματάει κανείς, έρθη καιρός να στρέξη,
Και πατηθής κ' ερημωθής και μ' αρνηθής κ' εμένα,
Εγώ κι' αθώρητη από σε κι' από τον κόσμον όλον,
Πάντα σιμά σου θ' αγρυπνώ και θα σε παραστέκω.
Τότε θε να γενής κ' εσύ 'σαν τα ποτάμια εκείνα,
Όπου τα καταπίν' η γη, βαθειά τα καταχθόνια,
Και τρέχουν τα μουρμουριστά κι' ολάργυρα νερά τους
Κάτου απ' τον άμμο κι' απ' την γην άφαντα και κρυμμένα
Ως που τελειώση ο δρόμος των και φθάσουν 'ς ένα τόπο
Και πάλι 'βγουν 'ς τη λαγκαδιά, ξαναδειχθούν 'ς τον ήλιο
Κι' ο ουρανός καθρεφτιστή 'ς το ρέμμα τους και πάλι.
Χαρά 'ς εσέν' αθάνατη και δοξασμένη Αθήνα!
Ωσάν την πάναγνην εληά όπου ποτέ δε ρίχνει
Τα φύλλα τασημένια της χειμώνα καλοκαίρι,
Και 'ς τους ελεύθερους καιρούς και 'ς της σκλαβιάς τα χρόνια
η φωτισμένη Ακρόπολις θα 'χη τη δόξα αιώνια!»

Κ. Παλαμάς