Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

Το παλιό μπουκαλάκι

Σα σεντούκι ανοίξεις παλιό, απ᾿ την Ανατολή φερμένο 
που η κλειδαριά του μορφάζει, τρίζοντας φρικτά 
κι απ᾿ αυτό ξεχυθούν, μύρια αρώματα βαριά που ζαλίζουν
 η σε σπιτιού ερημωμένου ντουλάπα παμπάλαιη
Σκονισμένο και μαύρο ξεβιδώσεις μπουκαλάκι
κι απ᾿ αυτό αναπηδήσει μία ψυχή με λαχτάρα να επιστρέψει
 Χίλιες σκέψεις που κοιμόνταν στα βαριά τα ερέβη, επιστρέφουν 
-χρυσαλίδες που αστράφτουν, με ορμή 
τα γαλάζια και ροζ σα με γλάσο φτιαγμένα 
φτερά τους τινάζουν
 ζαλισμένος τα μάτια σου κλείνεις 
τη ψυχή σου ο ίλιγγος νικημένη αδράχνει 
με ορμή τη σκουντά σε βάραθρο μαύρο 
σκοτεινό, από ανθρώπινα μιάσματα γεμάτο
 Στην άκρη του γκρεμού τήνε σπρώχνει 
κεί όπου ο Λάζαρος ζέων, το σάβανό του 
με δύναμη σκίζει και το πτώμα ξυπνά
γοητευτικό μα και πένθιμο, μιάς αγάπης παλιάς ξεχασμένης
 Κι εγώ έτσι, όταν θα ῾χω απ᾿ τη μνήμη των γύρω χαθεί 
και θα μ᾿ έχουν πετάξει ραγισμένο, ευτελές μπουκαλάκι
στη γωνιά μιάς απαίσιας ντουλάπας λυπημένο και βρώμικο
θολό, σκονισμένο
 Το φέρετρό σου θα ῾χω γίνει αγαπημένη μου ανομία,
μάρτυς ολεθριας δύναμης που πάνω μου, κάποτε ασκούσες 
προσφιλές δηλητήριο από αγγέλους φτιαγμένο 
ηδύποτο που μου κατέτρωγε τη καρδιά και το αίμα.

C. Baudelaire