Επίστευα ως τώρα πως στίχους βγάζω μόνο,
αλλά ποτέ δεν μ' ήλθε ιδέα 'στο κεφάλι
πως ειμπορώ κι' ανθρώπους να κάμω όπως άλλοι...
Τι θαύματα αρχίζω κι' εγώ να κατορθώνω!
Και άμα εις τον κόσμο εβγήκε το μωρό,
εφώναξα απάνω εις την συγκίνησίν μου:
Κι' εγώ λοιπόν, ω Πλάστα, να πλάσω ειμπορώ
ανθρώπους κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσίν μου;
Σαν να μη φθάνη τόση Ελλήνων πλησμονή,
ιδού! και άλλος Έλλην γεννάται από 'μένα...
καλέ αυτός ο κόσμος τι έχει να γενή,
εάν καρπούς ο έρως παράγη ολοένα;
Ευθύς 'στο μοναστήρι σεις, νέαι δεσποσύναι,
ας μην αυξάνη πλέον αυτή η ανθρωπότης·
μα και 'στα μοναστήρια νομίζω ότι είναι
προς βλάστησιν ανθρώπων μεγάλη γονιμότης.
Λοιπόν πού να σας στείλω;... όπου και αν κλεισθήτε,
ο παντεπόπτης έρως θα έρχεται κρυφά,
παντού καρπούς γενναίους και αύξησιν θα' δήτε,
κι' εις έμψυχα ο έρως και άψυχα τρυφά.
Ω τέκνον μου, του είπα, οπόταν μεγαλώσης,
τα έργα του πατρός σου ποτέ μη μιμηθής,
αν θέλης την ζωήν σου με λούλουδα να στρώσης,
κι' ως άλλη εκλαμπρότης και συ να τιμηθής.
Η γλώσσα σου για όλους να στάζη πάντα μέλι,
τα κράσπεδα των τόσων κυρίων να φιλής,
ποιοί κλέβουν, ποιοί δεν κλέβουν, γι' αυτό να μη σε μέλη,
ολίγα να ακούης, πολλά να ομιλής.
Κι' αν θέλης την ζωήν σου, υιέ μου, ν' ασφαλίσης.
'στη μέση σου το ξίφος να ζώσης σε προτρέπω·
σε βεβαιώ ποτέ σου πως δεν θα πολεμήσης,
και πώς θα καμαρώνω κι' εγώ που θα σε βλέπω!
Όλων τας γνώμας λέγε σπουδαίας και σοφάς,
την προσωπίδα σχίζε παντού της αρετής,
κι' αν θέλης του μπαμπά σου το ξύλο να μη φας,
ποτέ μη σου καπνίση να γίνης ποιητής.
Μα όλ' αυτά που είπα επήγαν 'στα χαμένα·
το πλάσμα μου ανήκεν εις το ωραίον φύλον . . .
Ω κόρη μου, και τώρα τι να ειπώ για σένα;
σ' εύχομαι πλούτον κάλλους κι' εκατοντάδα φίλων.
Βεβαίως θα μαντεύης πως δεν θα σε προικίσω,
μαντεύεις ο μπαμπάς σου πως είναι ποιητής,
και στίχους ποιος θα θέλη γαμβρός να του μετρήσω,
και μάλιστα αν τύχη κομψός υφηγητής;
Εις τους κυρίους γέλα με βλέμματα γλυκά,
μήπως γελάσης κάποιον, μονάκριβη μου κόρη,
ούτε στιγμή μη λείπης απ' τα εμπορικά,
κλέβε και κάπου κάπου κανέν επανωφόρι.
Κι' είθε και συ εν μέσω των άλλων δεσποινίδων
ν' αστράπτης μια ημέρα εις όλους τους χορούς,
να γίνεσαι το θέμα και συ εφημερίδων,
και να στριφογυρίζης εις ευγενών σωρούς.
Έλα, καλή μου κόρη, και μες 'στην αγκαλιά μου,
τα, πρώτα σου τα χάδια εγώ ας τάχω όλα·
ω! τράβα μου τα γένεια και σέρνε τα μαλλιά μου,
και κάμε με να χαίρω, μικρούλα μου μαργιόλα.
Πώς την καρδιά μ' ανοίγει το γέλοιο του παιδιού μου,
και της ζωής ξεχάνω την πίκρα και τον πόνο!
να μου γελά το βλέπω και λέγω μες 'στον νου μου:
πώς έτσι να γελούμε 'στα πρώτα χρόνια μόνο;
Ω! πώς σε καμαρόνω, γιατί δεν αμφιβάλλω
πως θα φανής 'δικό μου εις όποιον κι' αν σε 'δή..·
και τώρα θεωρείται κατόρθωμα μεγάλο
νάχη κανείς 'δικό του μονάκριβο παιδί.
Γ. Σουρής