Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

Ο ποιητής

Ύπνο δεν βρίσκει η συμφορά. Τρεμουλιαστά στη ράχη
Ο αυγερινός φωτοβολεί·
Ακόμα οι λόγγοι είναι θολοί
Καί τα βουνά και οι βράχοι.

Τα χόρτα πίνουν τη δροσιά της νύχτας, και τ᾿ αηδόνι
Χύνει κελάδημα γλυκό,
Καί ένα αγεράκι μαλακό
Το κύμα χαρακόνει.

Νεράιδες, που δεν φαίνονται, χρυσά στεφάνια πλέκουν
Εις του βουνού την κορυφή·
Σε αυτήν την ώρα την κρυφή
Αγγέλοι παραστέκουν.

Ώρα γλυκειά της χαραυγής, που η φύσις βαλσαμόνει
Καί άνθη και φύλλα και κλαδιά…
Χαρά σε εκείνη την καρδιά
Πού δεν την δέρνουν πόνοι!

Σιμά στη βρύση ποιητής, νιός άμοιρος, κυττάζει
Της γης την όψη τη θολή,
Καί με την ερημιά μιλεί
Καί συχνοαναστενάζει.

- Άχαρη νύχτα, η όψη σου ομοιάζει της ψυχής μου.
Ω, πως μ᾿ εμάγευες, ω πως
Σε εύρισκα πρώτα χαρωπός
Στο πλάγι της καλής μου!

Άκω στα δένδρα πως λαλούν πουλιά ζευγαρωμένα,
Καί εγώ - ταλαίπωρος εγώ! -
Φάντασμα κ᾿ ίσκιο κυνηγώ
Σε δάση ερημωμένα.

Κ᾿ ήταν τα δάση αυτά ποτέ παράδεισος εμπρός μου,
Καί αυτή η βρυσούλα η δροσερή.
Μωρός εκείνος που θαρρεί
Εις τα καλά του κόσμου!

Απ᾿ όνειρα επλανέθηκα και επίστευσε η καρδιά μου
Εις ευτυχίες ουρανού.
Πέτε, κοτσίφια του βουνού
Εσείς τα βάσανά μου.

Ναί! και αν κανένα από τ᾿ εσάς την ορφανιά του κλαίγη
Καί για το ταίρί του πονή,
Με τη λεπτή του τη φωνή
Την ορφανιά μου ας λέγη

Χρύσω την λέγαν· έλαμπε στα κάλλη και στη νεότη,
- Εγώ είχα αυτόν τον θησαυρό-
Βασίλισσα ήταν στο χορό,
Στην εκκλησιά ήταν πρώτη.

Τα φρύδια της σαν νάητανε γραμμένα με κονδύλι.
Δεν είχαν ταίρι πουθενά
Τα μάτια της τα γαλανά,
Τα κοραλλένια χείλη.

Καί η νεότη της τι ωφέλησε, τι ωφέλησεν η χάρις
Στην άδικη τη μοίρα εμπρός;
Την είδε ο Χάρος ο σκληρός,
Ο ψυχοκυνηγάρης.

Ω! σείς που την γνωρίσατε, βρύσαις, πουλιά και κρίνοι,
Μη με ονομάζετε σκληρό,
Αν εις τον κόσμο αυτόν μπορώ
Να ζω χωρίς εκείνη.

Στην γην αυτή, που σέρνομαι λείψανο αχνό και βάρος,
Θέλω η ψυχή μου να καή,
Γιατί είναι κόλαση η ζωή
Καί πανηγύρι ο Χάρος. -

Τάκουσε ο Χάρος. Μιά φορά δεν άνθισαν ακόμα
Η αμυγδαλιαίς της εξοχής,
Καί ο νιός κοιμάται ο δυστυχής
Στης Χρύσως του το χώμα.

Στο μνήμα το ζευγαρωτό δυό δένδρα φυτεμμένα
Το χώμα ισκιώνουν μυστικά,
Καί οπόταν άνεμος βογκά
Φιλιούνται αδελφωμένα.

Γ. Ζαλοκώστας