Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

Καταιγίς

Πικραίνεται του κόσμου η ώρια στέγη
και το γαλάζιο πρόσωπο έχει κρύψει
το απόφωτο η ρεματιά που κλαίγει
το σέρνει μαραμένο να το ρίψει.

Ξυπνάει κάποιο ανάσασμα που σφάζει
των δέντρων τα μαλλιά τα χρυσωμένα
και τα νέφη και χρώματα που αρπάζει
σε μια ρίζα τ’ αφήνει ξεθαμμένα.

Κι ακούω βαρύ περπάτημα τ’ αψήλου
του κόσμου ο νοικοκύρης να βαράει
και βλέπω την τρομάρα κάθε φύλλου·

κι αρχίζει ν’ αναλά η ατμοσφαίρα
και δοξαριές ακράτητες να στάει,
σ’ εμέ που στέκ’ ορθός μες στον αγέρα!

Κ. Βάρναλης