Ον, συ που η φαντασία
φλογώδης των θνητών
σαν πτερωμένην βλέπει
παρθένον στον αέρα,
ουράνιον έργον
Στο μέτωπόν σου πάντοτε
άσβεστος λάμπει αστέρας,
ω Νίκη, συσσωρεύονται
τριγύρω σου ματαίως
νύκτες αιώνων.
Το χέρι οπού τα πέπλα
των ουρανών κατέστρωσεν,
από σύγνεφα ολόχρυσα
εκβαίνει, και σου δείχνει
ανδρείους ανθρώπους.
Πετάεις εσύ κι επάνω τους
σκορπίζεις φύλλα αμάραντα·
τέρπουν αυτά τους ζώντας,
και τους γενναίως θανόντας
τέρπουν ακόμα.
Ε, πώς υπό την πτέρυγα
ταχείαν του Νότου ή τ’ Εύρου,
πολλά βλέπεις να σκήπτωσι
τ’ ανήσυχα της λίμνης
ψηλά καλάμια!
Από τριγμούς γεμίζουν
απαύστως ολοτρίγυρα
μεγίστην πεδιάδα,
κανείς δε δεν εμέτρησεν
αυτών το πλήθος.
Όμως οι κυνηγοί
βάνουν φωτιάν κει μέσα,
κι ευθύς από μίαν άκραν
πέρασ’ η φλόγα εις άλλην
καίουσα τα πάντα.
Πανέρημος, ξεσκέπαστη
αστράπτει τώρα η πλάτη
των υδάτων, εσκόρπισεν
ο άνεμος τα λείψανα
καπνού και στάκτης.
Πυκνά, πυκνά ως καλάμια
ανεμισμένα εβλέπαμεν
να κινώνται εις τους κάμπους μας
των πολεμίων μας τ’ άρματα,
κι έπεσαν όλα.
Πού είναι οι τόσαι γλώσσαι
των ακτινοβολούντων
σπαθιών; πού είναι οι χείρες
των εχθρών μας αμέτρητοι;
πού τα καυχήματα;
Πλατύς και σκοτεινός,
βαθύς έχασκεν κι άφευκτος
ο άδης υποκάτω τους·
εβούλιασαν, εχάθησαν,
εκλείσθη ο τάφος.
Ούτως από τον ήλιον,
ωσάν πυρός σταλάγματα,
πέφτουσιν εις την θάλασσαν
των αιώνων, και χάνονται
διά πάντα οι ώραι.
Ω Νίκη, διά τους Έλληνας
στεφάνους πλέξε· αλλ’ όχι
σαν κείνους που χαρίζεις
εις βασιλέα κενόδοξον
αιματοπότην·
Σαν κείνους όχι. Επάνω τους
τα δάκρυα των λαών
στάζουσι, και μαραίνονται
ογλήγορα ως απ’ όφιν
χόρτα καϊμένα.
Πήγαινε εις τον παράδεισον·
μία δάφνη εκεί βλαστάνει·
άγγελος την φυλάττει
λαμπρός, και την ποτίζει
ψάλλων τοιαύτα.
«Αύξανε διά τον θρίαμβον,
διά την αγάπην αύξανε
ελευθερίας, πατρίδος·
διά πάντοτε ακεραύνωτος
βλάστανε ω δάφνη.
Ζήτει τα θαλερότερα
πλέον άφθαρτα κλονάρια·
μ’ αυτά πλέξε τα στέμματα,
και πρόσθεσεν ακόμα
δύο ειδών ρόδα.
Λευκά και δροσερότατα,
σαν άστρα αυγερινά,
υπό τα θεία φυτρώνουσι
πατήματα, και πέφτουσι
συχνά εις τον κόσμον.
Τα ’χεις γνωστά· κι εστόλισες
πολλές φορές μ’ εκείνα,
τους μη σκληρώς πατήσαντας
τον εχθρόν όταν έβαλεν
τ’ άρματα κάτω.
Τα ’χεις γνωστά· τα εχάρισες
εις όσους δεν εξάπλωσαν
βαρείαν χείρα επί γέροντας
ή παρθένους όπ’ έγιναν
λάφυρα μάχης.
Εάν τιμήσεις ήρωα
μ’ αυτά, προσμένει ο τάφος
το σώμα του, προσμένουσιν
οι ουρανοί το στέφος του
και τ’ όνομά του.
Α. Κάλβος